Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Kαλη Χρονια!

Χαρουμενο και Ευτυχισμενο το 2012! Μακαρι να εχουμε ολοι μας επιτυχιες, εκπληρωση των επιθυμιων μας και πολλες συγκινησεις στο κυνηγι και τη ζωη!

Φιλικα,

Μπιριγκογκος

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Χιονισε στου Ριτσαρντ...Επιλογος


Οι μέρες κύλησαν όμορφα, με πειράγματα, βόλτες, γεύματα και πολύ κυνήγι. Ο Όσκαρ με επισκευτόταν κάθε βράδυ και εγώ άφηνα την βαλίτσα μου ανοιχτή. Κάθε πρωί σηκωνόμασταν αχάραγα και κάναμε ησυχία μέχρι να φύγουμε για του Ρίτσαρντ. Όλη μέρα ξεπαγιάζαμε πίσω από τους αγγλικούς θάμνους. Το απόγευμα γδυνόμασταν έξω και σκύβαμε πάνω από τον κάδο. Ο καφές πάντα διπλός. Η παρέα εξαιρετική. Όπως όλα τα όμορφα πράγματα όμως πέρασαν γρήγορα.

Το τελευταίο πρωινό κύλισε με προετοιμασίες για την αναχώριση. Έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο στις 12. Εγώ πρότεινα να πάμε για λίγο στου Ρίτσαρντ, αλλά αντί για απάντηση πήρα εκείνο το βλέμμα που δεν έπαιρνε συζήτηση. Ξυπνήσαμε νωρίτερα να πιούμε καφέ με την ησυχία μας. Η Ναντίν θα κατέβαινε αργότερα. Είχα να ετοιμάσω και τη βαλίτσα. Πίστευα ότι θα γυρίσω άδειος. Φτιάξαμε καφέ και καθήσαμε στην κουζίνα με τις φόρμες. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά.

- Τώρα που θα φύγεις είναι ευκαιρία να αδειάσουμε τον καταψύκτη.
- Τί εννοείς; Ρώτησα
- Έχει γεμίσει και δεν θα με αφήνει η Ναντίν να πάω για κυνήγι αν δεν αδειάσει χώρος.
Δεν έχασα την ευκαιρία.
- Θα σου δώσω μια συμβουλή: Τις γάτες όταν τις σκίζεις να τις πετάς. Έτσι θα έχεις χώρο!

Για καλό και για κακό έκανα και ένα πηδηματάκι να μη με φτάνει.

- Έχε χάρη που φεύγεις. Να σε δω και σένα.

Πέρασαν λίγα χρόνια για να καταλάβω ότι έχω αδελφό προφήτη. Τώρα όμως μπορούσα να λέω ό,τι θέλω.

- Χα! Γέλασα. Φοβάμαι πως όταν θα παραδίδω μαθήματα για σένα θα είναι αργά! Δεν ξέρω αν θα αναλαμβάνω χρόνιες υποθέσεις...Αλλά για σένα θα μπορούσα να κάνω μια εξαίρεση λόγω συγγένειας....Θα το σκεφτώ.
- Καλά, καλά. Έλα τώρα να γεμίσουμε τη βαλίτσα και όσο για συμβουλές, μάλλον πάλι εγώ θα σου δίνω τότε. Πιάσε τις εφημερίδες να τα τυλίξουμε να φτάσουν παγωμένα.

Αυτή η σιγουριά του δε μου άρεσε, αλλά δεν έδωσα σημασία. Φαινόταν τόσο μακριά το ‘τότε’.
- Ελπίζω μόνο να μην την τσακώσουν τα σκυλιά στο αεροδρόμιο από τη μυρωδιά. Δε μου λες, αυτές οι εφημερίδες πόσο αποτελεσματικές είναι; Αν χαθεί η βαλίτσα θα αντέξουν;
- Αν χαθεί να ελπίζεις να μην τη βρούνε! Άμα σε καλέσουν να την παραλάβεις να πάρεις και μανταλάκι. Έλα τώρα να τυλίξουμε για να τελειώνουμε.

Αδειάσαμε τον καταψύκτη πάνω στο τραπέζι και αρχίσαμε το τύλιγμα. Κουνέλια, φάσσες, ο φασιανός όλα φασκιωθήκανε με τον αγγλικό τύπο για μόνωση. Γάτα δεν είδα. Ή τις πετάει ή....Η προοπτική να χαθεί η βαλίτσα με γέμιζε τρόμο. Φαντάστηκα να την παραλαμβάνω με μανταλάκι στη μύτη και παγωμένο χαμόγελο μπροστά στον βλοσυρό τελώνη τρεις τέσσερις μέρες μετά, ενώ στάζουν αιματηρά ζουμιά... Τίναξα το κεφάλι μου να διώξω τη σκέψη. Η βαλίτσα μου δεν ήταν πιά άδεια. Τα λίγα ρούχα μου στριμώχτηκαν στη γωνία για μιά ακόμη φορά. Χρειάστηκε η βοήθεια του αδελφού μου για να κλείσει. Τη σήκωσε στον αέρα.

- Είναι βαριά. Θα έχουμε πρόβλημα στο αεροδρόμιο. Εδώ δεν είναι Ελλάδα.
- Αυτό άστο σε μένα. Θα σου χαρίσω μερικές μέρες κυνήγι αφού δεν μπορείς να κανονίσεις μόνος σου.

Το βλέμμα του δεν ξέρω αν έδειχνε θυμό ή απελπισία. Δεν πρόλαβα να καταλάβω γιατί μπήκε η Ναντίν στην κουζίνα και το πρόσωπό του φωτίστηκε.

- Hello guys! Are you ready George? Έδωσε ένα φιλί στον αδελφό μου.
- Ρέντι! Ρέντι! Ντου γιού γουόντ σαμ κόφι;
-
Yes, please.

Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι. Κουβεντιάσαμε, γελάσαμε ήπιαμε καφέ. Μετά με χαιρέτισε γιατί έπρεπε να φύγει για δουλειά.
- It was a pleasure to have you here George.
- Θένκ γιού Ναντίν! Σόρρυ φορ δε μες...
- Anytime George. You are always welcome.
- Νάου γιού μαστ καμ το Γκρίις. Γουί αρ εξπέκτινγκ γιού.
- OK. George. Have a nice trip.
- Θένκ γιού!

Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και έφυγε. Την κοίταγα καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. Μετά γύρισα στον αδελφό μου.
- Μάλλον απέκκριμα από κοπροσκούλικο!
- Τί είπες; Σουρωμένος είσαι;
- Μωρέ, ξέρω εγώ τι λέω. Απέκκριμα! Πάω να βάλω ρούχα για το ταξίδι. Ντύσου και συ.
Ανεβήκαμε πάνω και κατεβήκαμε ντυμένοι. Ο άσπονδος φίλος μου πήδηξε από το κρεβάτι μου από όπου με παρακολουθούσε να ντύνομαι και με ακολούθησε κάτω. Με κοίταγε στα μάτια σα να κατάλαβε. Έχανε το παιχνίδι του. Έσκυψα και τον πήρα αγκαλιά. Με έγλειψε απαλά.
- Γειά σου τέρας!
Να τους προσέχεις μέχρι να ξανάρθω.

Ο αδελφός μου φόρτωσε τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο.
- Από’δω δεν περνάς με τόσο βάρος. Θα πάρω σακούλες μήπως χρειαστεί να αφαιρέσουμε πράματα.
- Τσάμπα θα τις πάρεις. Εσύ να κάνεις κουμάντο στο δάσος. Το αεροδρόμιο είναι δικιά μου υπόθεση. Εξ’άλλου σου υποσχέθηκα μερικές μέρες κυνήγι. Σου χρωστάω.

Βάλαμε τον Όσκαρ μέσα στο σπίτι και κλείσαμε την πόρτα. Μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο η μουσούδα του εμφανίστηκε στο παράθυρο του σαλονιού. Τον είδα να γαυγίζει καθώς ξεκινήσαμε, αλλά δεν τον άκουσα. Γειά σου και σένα άσπονδε φίλε μου!

Το ράδιο έπαιζε διάφορα ‘σουξέ’ και ο άγγλος εκφωνητής προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά. Είχαμε βγει στη «εθνική» και πλησιάζαμε με ταχύτητα το αεροδρόμιο του Μάντσεστερ. Τα λόγια μας ήταν λίγα. Ήταν ώρα για πείραγμα.

- Τελικά δε μου είπες, τί χρώμα κουστούμι να ράψω; Ή θα ρωτήσεις τη Ναντίν;
- Δε χρειάζεται να ράψεις. Θα σου βρω εγώ. Θα φοράς το ίδιο με μένα. Ο κουμπάρος φοράει το ίδιο με το γαμπρό.
- Άδεια πήρες ή μιλάς στον αέρα;
- Το κουβεντιάσαμε με τη Ναντίν. Της έκανες καλή εντύπωση παρ’όλες τις προσπάθειές σου.
- Κουμπάρος; Τελικά η Ναντίν έχει καλό γούστο στους κουμπάρους! Ελπίζω να ξέρει ελληνικές παροιμίες.
- Δεν αφήνεις τις αηδίες; Λέμε για το Σεπτέμβρη.
- Καλά, μην το δένετε κόμπο! Πρέπει να τσεκάρω το καρνέ μου. Έχω και άλλες υποψήφιες κουμπάρες.
- Ετοιμάσου, και κουβέντα στους άλλους.
- Καλά ακόμα δεν παντρεύτηκες και κρύβεσαι; Τς, τς, τς! Καλά κάνω εγώ...
- Μην πεις τίποτα γιατί θα με πρήξουν. Θα τους το πω όταν θα είναι ώρα.
- Καλά θα σου την κάνω τη χάρη. Μόνο και μόνο επειδή συμπαθώ τη Ναντίν.
- Και επειδή θες να ξαναέρθεις για κυνήγι...
- Και γι’αυτό. Άντε η ώρα η καλή.

Χαιρόμουν πραγματικά για τον αδελφό μου. Ήταν ευτυχισμένος. Είχε βρει έναν άνθρωπο να επικοινωνεί μετά από χρόνια στην Αγγλία. Θυμάμαι τις ολονύχτιες συνομιλίες μας στο τηλέφωνο τα πρώτα χρόνια που φύγαμε και οι δύο. Θυμάμαι και τις προηγούμενες κοπέλες του. Ή μάλλον δε θέλω να τις θυμάμαι. Όπως δε θέλω να θυμάμαι τους λογαριασμούς του τηλεφώνου. Είναι κλασσική περίπτωση ανθρώπου που έμαθε από τα λάθη του. Και δεν μαθαίνει εύκολα! Αυτή η Ναντίν πως την έπαθε; Πρέπει να σκότωσε πολλά πουλάκια όταν ήτανε μικρή. Πως να το λέει το κοπροσκούλικο ο Μπαμπινιώτης....

Βγήκαμε στην έξοδο για το αεροδρόμιο και σύντομα σταματήσαμε σε ένα πάρκινγκ. Γύρω γύρω είχε χωράφια. Το αεροδρόμιο δε φαινόταν.
- Τί θα κάνουμε εδώ;
- Φτάσαμε. Κατέβα.
- Με το αεροπλάνο φεύγω, όχι με το γάιδαρο.
- Εδώ είναι το πάρκινγκ του αεροδρομίου. Δεν είναι μακριά.
- Είναι δεν είναι τη βαλίτσα θα την πάρεις εσύ. Δεν ξαναγίνομαι Τιραμόλα.
- Εντάξει. Θα δεις δίπλα είναι.

Στρίψαμε από’δω, στρίψαμε από’κει, φάνηκε το αεροδρόμιο. Δεν ήταν μακριά. Πήγαμε στις αναχωρήσεις και φτάσαμε στο τσεκ-ιν. Ο αδελφός μου ξερόβηξε.

- Για να σε δω τώρα.
- Κανονικά έπρεπε να πληρώσεις για το μάθημα, αλλά τέλος πάντων, αδελφός μου είσαι. Κάτσε δίπλα μου και μη μιλήσεις.

Κοίταξα τους υπαλλήλους. Διάλεξα μια κοπελίτσα και μπήκα στην ουρά. Όταν ήρθε η σειρά μου φόρεσα το καλύτερό μου χαμόγελο. Αυτό για τα αεροδρόμια.

- Good evening sir. Are you traveling alone?
- Γιές.
Αλόουν.
-
One suitcase?
- Γιές ουάν. Δις ουάν.
Σήκωσα τη βαλίτσα δήθεν ανάλαφρα και την έβαλα γιά ζύγισμα. Ο αδελφός μου παρακολουθούσε και γούρλωσε τα μάτια όταν είδε την ένδειξη στη ζυγαριά.

- Twenty-five kilos. A little bit heavy.
- Άι αμ α στιούντεντ. Γιού νόου, γουί στιούντεντς κάρυ α λοτ οφ μποούκς.
-
I know! I was a student myself.

Η επιλογή μου ήταν άριστη. Είχα κερδίσει! Μου έδωσε την κάρτα επιβίβασης και έσκυψε να βάλει το ταμπελάκι στη βαλίτσα. Μου είχε δώσει θέση μπροστά σε παράθυρο. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
-
Have a nice flight.
- Θενκ γιού.

Περίμενα λίγο να δω τη βαλίτσα να τσουλάει με το γόνατο έτοιμο. Δε χρειάστηκε. Την είχα βάλει με τις μεγάλες ρόδες μπροστά μετά το πάθημα στο «Ελληνικό». Μόλις απόμακρυνθήκαμε λίγο ο αδελφός μου έσπασε τη σιωπή του.

- Μα πώς; Στο σπίτι ήταν τριανταοχτώ κιλά!
- Πάμε να σε κεράσω καφέ να σου εξηγήσω ορισμένα πράγματα.

Καθίσαμε στις αναπαυτικές πολυθρόνες του καφέ κρατώντας από ένα φλυτζάνι καπουτσίνο στο χέρι. Τον κοίταξα και αφαιρέθηκα. Μου φάνηκε ότι φορούσε παραλλαγή. Μεταφέρθηκα στη κρύα πέτρα στου Ρίτσαρντ όπου πίναμε καφέ από το καπάκι του θερμός. Ακόμα δεν έφυγα και αρχίσαν οι παραισθήσεις. Ούτε πρεζάκιας νά’μουνα! Τώρα όμως μίλαγα εγώ και αυτός άκουγε. Ήταν η ώρα να μάθει για το ‘σίδερο’!....

Αφιερωμένο στον ξενιτεμένο αδελφό μου που περιμένει να του πάω λάδι κάθε φορά.
Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Χαρουμενα Χριστουγεννα!!

Φιλοι μου,

Τις καλυτερες ευχες μου για Ευτυχισμενα Χριστουγεννα! Ελπιζω να περασετε ομορφα τις μερες αυτες, με τους αγαπημενους σας και, αν σας δωθει η ευκαιρια να πατε και κανενα κυνηγι!

Ευχες σε ολους τους αναγνωστες, αλλα ιδιαιτερα στους φιλους απο τις 31 χωρες εκτος Ελλαδος που διαβαζουν το μπλογκ. Ελπιζω να εχουμε την ευκαιρια να μοιραστουμε καινουριες περιπετειες στους μηνες που θα μας ερθουν!

Φιλικα,

Μπιριγκογκος






Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χιονισε...Στου Ριτσαρντ (μερος 3ο)



Τελικά ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι βολικό όργανο. Το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα η επιλεκτική μνήμη. Καθόμουν στο άβολο σκαμνί σκευρωμένος και παγωμένος και απορούσα πως μου ξέφυγαν τέτοιες ‘λεπτομέρειες’. Και να πεις ότι πέρασε πολύς καιρός! Χθες ήμουνα εδώ! Θυμόμουνα τη φύση, το τοπίο, τα θηράματα, το Sirocco. Τίποτα για παγωμένα πόδια και άβολη στάση. Θα πρέπει να πω στον αδελφό μου να αγοράσει άλλο σκαμνί ή να γυμνάσω τα οπίσθιά μου. Με τη συχνότητα που έρχομαι στην Αγγλία μάλλον θα παραπονιέμαι κάθε φορά. Ευτυχώς που υπάρχει η επιλεκτική μνήμη.

Καθόμουν στο ίδιο σημείο πίσω από το θάμνο. Παρατηρούσα τις κουνελότρυπες και τα δέντρα με την ελπίδα να έρθει κάτι. Τα πόδια μου ήταν αναίσθητα μέσα στις Lakeland. Οι μονές κάλτσες σίγουρα δε βοηθούσαν. Είχε περάσει καμμιά ώρα και βρισκόμουν στο δεύτερο πακέτο Minstrels όταν άρχισε να ψιλοχιονίζει. Ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω στη θέση μου ακόμα και αν με έθαβε το χιόνι. Έβαλα μερικές σφαίρες στο στόμα. Έφτυσα τα χνούδια που είχαν κολήσει πάνω τους στην τσέπη και άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο χώρο. Παρατηρούσα μία τα δέντρα και μία τα λαγούμια μπροστά μου όταν το μάτι μου έπιασε μια κίνηση στα αριστερά. Από μία τρύπα που δε μου είχε γεμίσει το μάτι είχε βγει ένα κουνέλι! Είχε ήδη διασχίσει δύο-τρία μέτρα όταν το πήρα χαμπάρι. Προχωρούσε αμέριμνο κοιτώντας μακριά από μένα. Σηκώθηκα να βλέπω καλύτερα. Ήταν περίπου είκοσι μέτρα μακριά. Ή μήπως κοντά. Έφερα το όπλο στον ώμο και κοίταξα μέσα από τη διοπτρα. Η καφετιά φιγούρα γέμισε την εικόνα. Έβαλα το κέντρο στη βάση του κεφαλιού. Τα αυτιά του δε χωρούσαν στην εικόνα. Δεν είμαι ο καλύτερος σκοπευτής, αλλά έτσι είχα περιθώριο για ένα πόντο πάνω, ένα πόντο κάτω. Πόλύ περισσότερο από αρκετό. Έβγαλα την ασφάλεια και πήρα βαθειά ανάσα. Άρχισα να πιέζω τη σκανδάλη.

Σίγουρα δεν ήταν η πιό δύσκολη βολή που έχω κάνει. Αυτό όμως δεν μείωσε καθόλου την ικανοποίηση που πήρα όταν άκουσα τον κοφτό ήχο του μολυβιού πάνω στο κόκκαλο. Το κουνέλι έπεσε μπρούμητα σα να το είχε σπρώξει κάποιος από πίσω. Τα πίσω πόδια άργησαν λίγο να πάρουν το μήνυμα. Χαμογέλασα. Αυτό το κουνέλι δε θα μου το μαγαρίσει ο Όσκαρ! Έσπασα το όπλο να γεμίσω. Τα πόδια μου γέμισαν βελόνες. Με το κουνέλι είχα ξεχάσει πόσο κρύωναν. Έπιασα μια σφαίρα από το στόμα με παγωμένα δάχτυλα και την έβαλα στην κάνη. Σήκωσα το όπλο να ελέγξω αν χρειαζόταν δεύτερη το κουνέλι. Δεν είδα κίνηση μέσα από τη διοπτρα. Κατέβασα το όπλο και ετοιμάστηκα να καθίσω όταν είδα ένα άλλο κουνέλι να βγαίνει από την ίδια ασήμαντη τρύπα! Τόσες ώρες τίποτα και τώρα δεν σταματάνε! Όχι ότι με πείραζε.

Έμεινα ακίνητος μέχρι να αρχίσει να κινείται. Μόλις βγουν είναι σε εγρήγορση έτοιμα να χωθούν πάλι πίσω με την παραμικρή υποψία κινδύνου. Τουλάχιστον έτσι λέει ο αδελφός μου. Πολύ σύντομα το κουνέλι ξεκίνησε με μικρά πηδηματάκια μια πορεία παράλληλη σε εμένα. Σε κάθε πήδημα σταματούσε σα να έψαχνε το φίλο του. Έπρεπε κάτι να κάνω να τους φέρω πάλι κοντά. Το έφερα μέσα στη διοπτρα. Έβλεπα ένα τέλειο προφίλ. Νηματόσταυρος στη βάση του αυτιού, βαθειά ανάσα, σταθεροποίηση, πρώτο στάδιο, μικροδιόρθωση, δεύτερο στάδιο. Η βολή εκτελέστηκε τέλεια. Τα πίσω πόδια του άργησαν λίγο να συμορφωθούν. Ίσως να ήταν παγωμένα σαν τα δικά μου. Σίγουρα θα γινόταν σε λίγη ώρα.

Γέμισα γρήγορα. Με αυτά τα αγγλικά κουνέλια καλύτερα να είσαι πάντα έτοιμος. Σάρωσα την περιοχή με το βλέμμα μου. Καμμία κίνηση. Δε χρειαζόταν χαριστική. Κάθισα να χαλαρώσω και έχωσα το χέρι στην τσέπη. Ψάρεψα ένα Minstrel και το έφερα στο στόμα μην μπορώντας ακόμα να πιστέψω τι είχε μόλις συμβεί. Δυό κουνέλια με δύο βολές σε πέντε λεπτά! Δάγκωσα το σοκολατάκι περιμένοντας τη γλυκιά γεύση να ολοκληρώσει την ευτυχία. Η δαγκωματιά έμεινε στη μέση. Κάτι σκληρό εμπόδισε τα δόντια μου να ενωθούν. Άτιμη accupell! Παραλίγο να σπάσω το δόντι! Έσκυψα μπροστά, έφτυσα μία μάζα από σοκολάτα και μολύβι και έβρισα. Τώρα κατάλαβα γιατί είναι επικίνδυνο να βάζεις τα σφαιράκια στο στόμα! Ξανακάθισα με μια σουβλιά στον τραπεζίτη. Το χαλάρωμα είχε πάει περίπατο. Είπα να πνίξω τον πόνο μου στη σοκολάτα, έβγαλα μια χούφτα Minstrels και άρχισα να μασουλάω. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανιέται. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα χωρίς να συμβεί τίποτα και άρχισα να βαριέμαι. Το χιόνι είχε σταματήσει, αλλά ξεκίνησε ένα αεράκι.

Πρώτα την άκουσα και μετά την είδα. Πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και προσγειώθηκε στο ξερό δέντρο μπροστά μου πίσω από τον κισσό. Το σφύριγμα από τα φτερά και η γαλάζια φιγούρα μόνο ένα πράγμα σημαίνει: Φάσσα. Περίμενα λίγη ώρα πριν σηκώσω το κεφάλι να την αναζητήσω. Μόλις προσγειώνονται είναι πολύ ευαίσθητες. Τουλάχιστον έτσι λέει ο αδελφός μου. Το καπέλο και η πλερέζα κρύβουν το άσπρο δέρμα από τα ερευνητικά της μάτια. Άρχισα να σηκώνω το κεφάλι σιγά-σιγά και να ψάχνω τον πυκνό κισσό. Έφτασα στον ουρανό χωρίς να την εντοπίσω. Άρχισα να κατεβαίνω χωρίς αποτέλεσμα. Μία λυση μου έμενε. Να ψάξω με τη διοπτρα. Σήκωσα το όπλο αργά και έφερα τη διοπτρα στο μάτι. Ξανάρχισα να ανεβαίνω αργά. Μέσα από τα φυλλώματα είδα ένα χρωματιστό σημάδι. «Να’το το πουλάκι μου!» είπα σαν άλλος Γκουζγκούνης, αλλά κυριολεκτούσα.

Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Έπρεπε όμως να σηκωθώ και να γείρω αριστερά για να έχω βολή. Σηκώθηκα, έγειρα, σημάδεψα. Τότε θυμήθηκα τον αδελφό μου: «Προσοχή στο canting!». Με είχε στοιχιώσει! Ίσιωσα το όπλο. Έβλεπα μόνο ένα μικρό τμήμα από το στήθος. Περίπου 1Χ2 εκατοστά. Αρκετό. Νηματόσταυρος στο στόχο, βαθειά ανάσα, σταθεροποίηση, πρώτο στάδιο, μικροδιόρθωση, δεύτερο στάδιο. Τρία στα τρία! Όχι άσχημα για ένα παγωμένο έλληνα στη μέση της αγγλικής υπαίθρου. Το πουλί έπεσε βαριά στο μουσκεμένο χώμα. Έμεινε ακίνητο. Ακίνητος έμεινα και εγώ εκείνο το θαυμάσιο μεσημέρι που χιόνισε ...στου Ρίτσαρντ!

Σωριάστηκα στο σκαμνί ανίκανος ακόμα να πιστέψω τί είχε συμβεί. Παραμύθια της Χαλιμάς με σάρκα και οστά, γούνα και πούπουλα! Πώς να τα πω αυτά στην Ελλάδα; Θα με πάρουν με τις ντομάτες! Ακόμα και οι κυνηγοί και οι ψαράδες! Ακόμα και εγώ, αν δεν ήμουν εδώ! Έκλεισα τα μάτια να απολαύσω τη στιγμή. Έβγαλα την πλερέζα και έριξα το κεφάλι πίσω παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Να το ρουφήξω βαθιά μέσα μου όλο αυτό. Δε συμβαίνει κάθε μέρα, δυστυχώς. Ίσως και ευτυχώς, γιατί αποκτά άλλη διάσταση, άλλη σημασία. Είμαι πολύ τυχερός που ξεπαγιάζω πάνω στο άβολο σκαμνί. Είχε έρθει όμως η ώρα να το εγκαταλείψω. Αποφάσισα ότι είχα αρκετά για σήμερα. Σηκώθηκα γελώντας, με τον αέρα να χαϊδεύει το γυμνό πρόσωπο μου και πήγα να μαζέψω τα σκόρπια θηράματα. Σήκωσα τα δύο κουνέλια από τα πίσω πόδια και τα χάιδεψα για να στρώσω τη γούνα. Ή για να τα ευχαριστήσω. Δεν ξέρω γιατί. Βγήκε από μέσα μου. Σειρά είχε η φάσσα. Ένα μικρό κόκκινο σημάδι λέρωνε το τέλειο φτέρωμα εκεί που είχα σημαδέψει. Το σκούπισα.  Γύρισα στο θάμνο να μαζέψω το σκαμνί και να πάρω το Sirocco. Ξεκίνησα για πίσω.

Έψαχνα να βρω τον αδελφό μου περπατώντας περίεργα. Τα αγγεία σα να είχαν εγκαταλείψει τα κάτω άκρα μου. Ήμουν στα πρόθυρα κρυοπαγήματος. «Παιδιά της Ελλάδος παιδιάαα...», τραγουδούσε η Βέμπω στο μυαλό μου. Θα πρέπει να με βάρεσε το κρύο. Αν το κεφάλι μου ήταν πιο κοντά στα πόδια μου θα ήμουν σίγουρος. Περπατούσα δίπλα στις φτέρες όπου το μονοπάτι ήταν πιό εύκολο και οι πιθανότητες να ανακαλύψω τον κρυμένο αδελφό μου μεγαλύτερες. Το περπάτημα φαίνεται να βοήθησε τα παγωμένα πόδια μου. Βοήθησε τρόπος του λέγειν. Απλά γέμισαν βελόνες. Αλλά ό,τι έχει αίσθηση δεν είναι νεκρό. Κάτι είναι και αυτό. Τον αδελφό μου τον είδα στην κλασική του φυλάχτρα κοντά στην αποθήκη. Κοιτούσε προς το μεγάλο λαγούμι και έπινε καφέ. Ήταν χαλαρός. Πλησίασα με το βλέμα στα βάτα. Λες;

- Τί έγινε μεγάλε κυνηγέ; Δεν άκουσα τίποτα. Τσάμπα το κρύο;
- Καλά θα κάνεις να έχεις σε μεγαλύτερη εκτίμιση το μικρό σου αδελφό! Δυό κουνέλια και δυό φάσσες. Με τέσσερις βολές!
- Ώπα! Καλά δεν είχε χορό σήμερα; Για φέρε να δω.
- Ορίστε. Τί χοροί και αηδίες; Σήμερα μίλησε η εμπειρία!
- Πρόσεχε μη σκίσεις κανένα καλτσόν έμπειρε, αν και περισσότερο κινδυνεύει να το βρέξεις. Δεν πάμε να πάρουμε και τη φάσσα στο βάλτο να την κάνουμε; Δε βλέπω κίνηση σήμερα εδώ, μάλλον
  λόγω κρύου ή χθεσινής ανασκαφής.
- Α! Δε χτυπήσαμε τίποτα σήμερα; Της κοντής τσουτσούς της φταίει... το κρύο. Πάμε γιατί δεν μπορώ τις δικαιολογίες.
Σηκώθηκε από την καρέκλα μουρμουρίζοντας ένα ‘καλά’ και άφησε το θερμός κάτω. Τεντώθηκε και...
- Μην κουνιέσαι! Κουνέλι.
- Πού; Ψιθύρισα.
- Εκεί, στο χωράφι.
Κοίταξα ‘εκεί’ και δεν είδα τίποτα. Ξανακοίταξα και κάπου στη μέση εξήντα μέτρα μακριά σα να είδα κάτι αυτιά.
- Εκεί κάτω;
- Ναι. Εκεί.
- Έχουμε τίποτα καρότα μαζί μας;
- Άσε τις αηδίες και κάτσε ακίνητος.
Σήκωσε το 97Κ
Venom Lazaglide και σημάδεψε. Μάλλον τον χτύπησε και αυτόν το κρύο. Κακόμοιρο παιδί! Πήρε ανάσα, σταθεροποιήθηκε. Να δεις που θα ρίξει! Τι κάνει ο άνθρωπος όταν είναι απελπισμένος! Ελπίζω να μην πάρει κατάκαρδα την αποτυχία. Κοίταξα στη μέση του χωραφιού. Κοίταξα τα αυτιά. Ο πυροβολισμός με τρόμαξε αν και τον περίμενα. Ενστικτωδώς έκλεισα τα μάτια μου και όταν τα άνοιξα τα αυτιά είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξα τον αδελφό μου που γελούσε. Έχει γούστο...
 
- Το πήρα!
- Σερνικό ήταν;
- Το πήρα σου λέω! Κάτσε να πάω να δω.

Όπλισε και πέρασε μέσα από τις φτέρες. Προχώρισε προσεκτικά μέσα στο χωράφι, σταμάτησε στα μισά, σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Κάλυψε την υπόλοιπη απόσταση θαρρετά, έσκυψε και σήκωσε το κουνέλι από τα πίσω πόδια. Τελικά δεν ήταν και τόσο κοντή... Το αγγλικό φαρμάκι (venom) είχε φτάσει μέχρι εκεί. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα γιατί ερχότανε χαμογελαστός.

- Σε παραδέχομαι! Από όραση σκίζεις. Αλλά, δεν είπαμε ότι δε μαζεύουμε τα ψόφια από μυξομάτωση;
- Ποιά μυξομάτωση! Από μόλυβδίαση πήγε! Στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Και οι δύο στο κεφάλι! Και η δεύτερη δε χρειαζότανε. Τσάμπα την έριξα.
Ήτανε πολύ χαρούμενος. Η πρώτη βολή ήταν πράγματι εντυπωσιακή.
- Το χαλασμένο το ρολόι δυό φορές τη μέρα λέει τη σωστή την ώρα.
- Ζηλεύουμε; Ζηλεύουμε;
Έπρεπε να πω ψέμματα.
- Εγώ φταίω που σε άφησα. Έπρεπε να σηκώσω το
Sirocco να σου δείξω. Άσε το κουνέλι να πάμε να ψάξουμε για τη φάσσα. Στα πουλιά φαίνεται η τέχνη του κυνηγού. Πάρε το όπλο μην έχουμε τίποτα συναντήσεις.

Δε χρειαζόταν να του το πω. Το όπλο δεν το αφήναμε ποτέ από τα χέρια μας στο κυνήγι. Ξεκίνησα και με ακολούθησε χαμογελώντας από ευχαρίστηση.

- Ελπίζω να ξέρεις που πάμε.
- Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Εγώ είμαι βελτιωμένο μοντέλο. Εσύ ήσουνα η δοκιμή. Έχω ενσωματωμένο
GPS. Θα σε πάω τζαστ!
Μετα από κανένα δεκάλεπτο κύκλους κατάλαβα ότι δεν ήξερα το δάσος σαν την τσέπη μου.

- Βλέπεις τίποτα κάλτσες να κρέμονται από κανένα κλαδί;
- Χάθηκες;
- Όχι βέβαια! Απλά δοκιμάζω τις αισθήσεις σου. Όραση και όσφρηση.
- Κατάλαβα. Θα μας πάρει το βράδυ. Καλά ούτε ένα σημάδι δεν μπορείς να βάλεις;
- Έβαλα, αλλά το κολόπουλο μάλλον πέταξε.
- Δεν παίζεσαι! Θα τη χάσουμε τη φάσσα. Πάμε πίσω από εκεί που ερχόσουνα μήπως και θυμηθείς το μέρος.

Ήμασταν έτοιμοι για αναστροφή όταν αναγνώρισα τον πεσμένο κορμό που κάθισα να βγάλω τις γαλότσες.

- Τάξε μου!
- Τί έγινε;
- Εκεί έκατσα να βγάλω την μπότα. Έλα!

Έκανα ένα μικρό κύκλο για να μην ξαναβουτήξω στο βάλτο και σταμάτησα μπροστά στον κορμό.

- Τις γαλότσες τις έβγαλα εδώ, τις κάλτσες τις κρέμασα εκεί και η φάσσα έχει πέσει εκεί.
Είπα δείχνοντας σα τον Κολοκοτρώνη.
- Η φάσσα είναι από την άλλη μεριά του βάλτου! Πρέπει να ξανακάνουμε το γύρο!

Γύρισε και με κοίταξε αγριεμένος. Εγώ χαμογέλασα επιτηδευμένα και έπαιξα τα βλέφαρά μου σαν τη Βουγιουκλάκη.
- Κάτσε εσύ εδώ, μάζεψε τις βρωμόκαλτσες και περίμενε να πάω από την άλλη να μου δώσεις οδηγίες. Άμα σε πάρω μαζί θα σε μαζεύω από τις λάσπες. Το καλό που σου θέλω είναι να τη βρω.

Αντί για απάντηση τρεμόπαιξα τις βλεφαρίδες. Ο αδελφός μου έφυγε και εγώ πήγα και ξεκρέμασα τις κάλτσες. Τις έβαλα σε μια πλαστική σακούλα και τις έχωσα στην τσέπη της φόρμας. Μετά κάθισα στον κορμό και το έριξα στο σημάδι μέχρι να με φωνάξει ο αδελφός μου. Όσο το χρησιμοποιούσα τόσο με κέρδιζε το όπλο. Μικρό, συμπαγές, όμορφο. Έμοιαζε με παιχνίδι, αλλά ήταν τρομερά αποτελεσματικό. Ήταν επιλογή του αδελφού μου. Μου τα έλεγε από το τηλέφωνο για gas-ram, για Theoben, dampa και άλλα, όμως τότε δεν είχαμε internet και η μόνη πηγή πληροφόρησης ήταν τα περιοδικά που ήταν στη Αγγλία. Το Diana 34 που χρησιμοποιούσα μέχρι τώρα μου φαινόταν καρυοφίλι. Ήταν ακριβό το παιχνίδι μου, αλλά άξιζε. Εξ’άλλου από αυτό ξεχωρίζουν οι άντρες από τα παιδρέλια: από το κόστος των παιχνιδιών τους. Για να πω την αλήθεια δεν το αγόρασα εγώ, οπότε δε με ένοιαζε το κόστος! Συνέχισα να ρίχνω μέχρι που με φώναξε από την άλλη άκρη του βάλτου. Είχε φτάσει εκεί που του είχα δείξει.

- Σε αυτό το δέντρο;
Κοίταξα, έφερα τη νωπή ακόμα σκηνή στο μυαλό μου.
- Εκεί και λίγο πιο δεξιά. Κοντά στο θαμνάκι.

Τον παρακολουθούσα που έψαχνε. Ήθελα να τον δω να τη σηκώνει από κάτω. Δεν άργησε να σκύψει. Πήρε τη φάσσα από κάτω και τη σήκωσε ψηλά να τη δω. Πάλι καλά που ήταν εκεί που νόμιζα. Σήκωσα τη γροθιά με τον αντίχειρα να εξέχει. Είδε το σήμα μου και έκανε αναστροφή να γυρίσει. Σηκώθηκα και εγώ και πήγα να τον συναντήσω στο πάνω μέρος κοντά στις φτέρες όπου είχαμε αφήσει τα πράγματα. Είχε φτάσει όταν βγήκα.

- Ούτε μοιρογνωμόνιο να είχα! Σε πήγα ακριβώς.
- Αφού γυρίσαμε πρώτα όλο το δάσος!
- Υπερβολές! Μιά μικρή βόλτα στην αγγλική ύπαιθρο και το έκανες θέμα. Εδώ άλλοι έχουν γράψει βιβλία γι’αυτούς τους περιπάτους. Έπρεπε να μου είσαι ευγνώμων.
- Μόνο που εδώ ήρθαμε για κυνήγι, όχι να εμπεδώσουμε την αγγλική λογοτεχνία. Μάζεψε τα πράγματα να πηγαίνουμε γιατί έχω ξεπαγιάσει.
- Τώρα που ζεσταθήκαμε; Δεν καθόμαστε μέχρι να σκοτεινιάσει;
- Εγώ μαζεύω. Εσύ γύρνα με το Γιέτι το βράδυ.
- Καλά ούτε μια πλάκα να μην κάνουμε; Πάμε, αλλά θα κάνουμε νάνι. Δε θέλω τα χθεσινά!
- Πρώτα θα γδάρουμε τα κουνέλια και θα ξεπουπουλιάσουμε τις φάσσες. Μετά βλέπουμε.
-
  Άσε, κατάλαβα. Πάει περίπατο ο Μορφέας.
- Ναι, στην αγγλική ύπαιθρο!
- Θα κάνεις τουλάχιστον καφέ;
- Καφέ θα πιούμε και μάλιστα διπλό.
Μαζέψαμε τα πράγματα και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Με το χέρι καθάρισα το πλαϊνό τζάμι που είχε ήδη θολώσει. Παρακολούθησα την φιλόξενη αποθηκούλα να ξεμακραίνει καθώς ξεκίνησε ο αδελφός μου για το σπίτι τη μέρα που χιόνισε...στου Ρίτσαρντ!

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Χιονισε...Στου Ριτσαρντ (μερος 2ο)


Η βροχή ξανάρχισε να πέφτει και πήγαμε τρέχοντας στην αποθήκη να μαζέψουμε τα πράγματα για να γυρίσουμε πίσω. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Είμασταν κουρασμένοι και νυστάζαμε και οι δύο, αλλά είχαμε περάσει υπέροχα. Βάλαμε τον Όσκαρ στο κλουβί του και τακτοποιήσαμε τα πράγματα στο πορτ-παγκάζ. Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο γρήγορα για να μην βραχούμε περισσότερο. 
- Μόλις φτάσουμε να βγάλουμε τα όπλα από τις θήκες και να τα περάσουμε
WD-40 και λάδι είπε ο αδερφός μου.
Ο αδελφός μου ορκίζεται στο WD-40. Μόνο γαργάρες που δεν κάνει. Θαυματουργό!
- Ναι, και λίγο ξυδάκι να τα κάνουμε σαλάτα! Εγώ μόλις μπω μέσα πάω για νάνι. Πάσχω από
jet-lag.
- Καλά, εσύ άσε το
Sirocco να σκουριάσει. Εγώ το 97άρι μου θα το περάσω.

Είχε βρει το κουμπί μου. Θα έπρεπε να αναβάλω τον ύπνο για λίγο. Η αλήθεια είναι πως τα όπλα του μοιάζουν καινούρια ακόμα και σημερα μετά από τόσα χρόνια. Ειδικό οπλοκιβώτιο, αφυγραντικά, λάδια, κάλτσες σιλικόνης...άμα βγάλουν και ζαρτιέρες θα τους πάρει. Ούτε γκόμενες να΄τανε.

- Εντάξει, αλλά μετά ύπνο.
- Έχουμε να γδάρουμε και τα κουνέλια και να ξεπουπουλίσουμε τα πουλιά. Μετά βλέπουμε.

Ξεφύσηξα. Το ραντεβού μου με την αγκαλιά του Μορφέα όλο και ξεμάκραινε. Τι εννοούσε «βλέπουμε»; Δε μου αρέσει αυτό... Ακόμα δεν είχε αναφέρει τη Ναντίν... Όσο πλησιάζαμε ο αδελφός μου σοβάρευε. Ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του.

- Πρέπει και να μαγειρέψουμε. Η Ναντίν θα γυρίσει αργά από τη δουλειά και θα είναι κουρασμένη.
Νά’το! Καλά το είχα μυριστεί. Το ραντεβού με το Μορφέα πάει περίπατο. Είπα να τον ρωτήσω τί χρώμα το θέλει το άλογο...

- Ενώ εμείς είμαστε ξεκούραστοι, είπα.
- Αν θες να πάμε και αύριο θα μαγειρέψουμε.
- Μιλάς με τον καλύτερο έλληνα σεφ! Και τον πιό ξεκούραστο!

Καλά που υπάρχει και ο Nescafe. Με βλέπω για διπλή δόση. Παρκάραμε μπροστά στο σπίτι και ξεφορτώσαμε τα πράγματα στον σκεπαστό χώρο μπροστά από την πίσω πόρτα όπου υπήρχε και μια μικρή τσιμεντένια μπανιέρα. Η πόρτα οδηγούσε σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα όπου υπήρχε νιπτήρας, αποθηκευτικοί χώροι και το πλυντήριο, κάτι σαν πλυσταριό.

- Εγώ θα πλύνω τον Όσκαρ. Εσύ βγάλε τις γαλότσες και τα ρούχα σου μη γεμίσεις τον τόπο χώματα και πάρε τα πράγματα στο δωμάτιο.

Έβγαλα τις γαλότσες μου σιγοτραγουδώντας ενώ ο αδελφός μου έπλενε τον Όσκαρ στη μπανιέρα:
  «Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός
    Τραίνα σταματάει ο Κουταλιανός...»

- Είπες τίποτα; Με ρώτησε φωναχτά. Μίλα πιό δυνατά γιατί δεν ακούω από το νερό...
- Τίποτα! Σιγοτραγουδάω.

 «Κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι
 Στο τσαρδί του ο Κουταλιανός...» Συνέχισα να τραγουδάω καθώς έβγαζα τα ρούχα μου μπροστά στην πόρτα.
   «Τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρός
     Αχ! Πώς την φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός
     Τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος
      Άλλα μην το πείτε κανενός...»

Είχα αρχίσει να μερακλώνω και έκανα στροφές με το σώβρακο όταν άκουσα πίσω μου:
-
Hello George!

Τα ελληνικά τσαλίμια ήταν ανύμπορα μπροστά σε τέτοια προφορά. Έμεινα στη μέση της στροφής με τα χέρια μετέωρα. Φορούσα το μακρύ σώβρακο και οι κάλτσες μου είχαν μισοβγεί καθώς έβγαζα τις γαλότσες. Αισθανόμουνα σαν πρωταγωνίστρια του Χόλιγουντ που την αιφνιδιάσανε στο μπάνιο. Πάλι καλά που δεν έκανα κίνηση να κρύψω τα απόκρυφά μου. Είχε ανοίξει την πόρτα και με κοιτούσε. Ελπίζω να μην ήταν εκεί από ώρα!
- Χαλό Ναντίν! Την χαιρέτισα σε ελληνοαγγλικά. Μάι μπράδερ σέντ γιού γουλντ μπι λέιτ.
-
I came early to cook. Come in, it is cold outside!

Δε χρειάστηκε να το ξαναπεί. Μάζεψα τα ρούχα και την χαμένη μου αξιοπρέπεια και έφυγα τρέχοντας για το δωμάτιο με τις μισοβγαλμένες κάλτσες να ανεμίζουν.

Όταν κατέβηκα φορούσα τη φόρμα που είχαμε αγοράσει προσφορά στο Sainsburys πέρισυ στο Μπέλφαστ και μια κολεγίου. Η Ναντίν ανακάτευε κάτι στην κατσαρόλα. Ο Όσκαρ είχε ξαπλώσει στο μαξιλάρι του, μου έριξε μια κοιμισμένη ματιά χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και αναστέναξε. Σκυλίσια ζωή σου λένε. Ο αδελφός μου ήταν σκυμένος στο νεροχύτη στο πλυσταριό. Πήγα κοντά του.

- Τί κάνεις εκεί?
- Ετοιμάζω τα κουνέλια. Εσύ πήγαινε έξω και ξεκίνα με τα πουλιά.

Είχε ήδη γδάρει τα δύο και τα είχε κόψει σε μερίδες που στέγνωναν σε ένα σουρωτήρι. Έξω έκανε κρύο, αλλά δεν έπρεπε να γεμίσουμε πούπουλα, «αν ήθελα να ξαναπάμε». Ήμουν πολύ κουρασμένος να αντιμιλήσω. Πήγα έξω στο στέγαστρο, άνοιξα τον μεγάλο μαύρο πλαστικό κάδο των σκουπιδιών και άρχισα να ξεπουπουλίζω το φασιανό. Ήμουνα περίεργος να δω που τον πέτυχα. Δεν άργησα να αποκαλύψω το σημείο στο λαιμό του. Το τραύμα ήταν ακριβώς στην ένωση κεφαλιού-λαιμού. Εκεί που είχα σημαδέψει. Αν μου έλεγε κάποιος πριν από λίγα χρόνια ότι σκότωσε φασιανό με αεροβόλο θα τον παιρνούσα για μυθομανή. Αν μου έλεγε για κουνέλια, θα του περνούσα ζουρλομανδία. Αυτά πριν την Αγγλία.

Τα πούπουλα του φασιανού είναι άτιμο πράμα. Ιδίως τα μικρά. Λες και είχαν αντικαδικό πεδίο. Πετούσαν έξω από τον κάδο, κολούσαν στα χέρια και την μπλούζα μου, κάθονταν στα μαλλιά μου. Μερικά ερχόντουσαν στο πρόσωπό μου και φύσαγα να τα διώξω. Δεν άργησε να γίνει αισθητή η παρουσία τους στο χώρο. Εγώ συνέχιζα απτόητος μέχρι που βγήκε ο αδελφός μου με δυό κούπες καφέ. Είχε τελειώσει με τα κουνέλια και ήρθε να με βοηθήσει.

- Τί κάνεις εδώ; Γέμισε ο τόπος πούπουλα!
- Τι ήθελες να γεμίσει, λέπια; Φασιανό καθαρίζω όχι ροφό!
- Σκύψε μέσα! Έχουν βγεί όλα έξω και θα τα φέρει ο αέρας μέσα στο σπίτι.
- Ε, πες του να μη φυσάει.

Με κοίταξε με τρόπο που έσκυψα. Μην αρχίσει πάλι τα «Αν θες αύριο...». Άφησε τους καφέδες, πήρε μια φάσσα και έσκυψε και αυτός. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι κάνει ένα άντρα να σκύψει και δεν ήταν τα πούπουλα. Ήπια μια γερή γουλιά καφέ πριν γεμίσει με ιπτάμενα. Ζεστός, διπλός, σκέτος. Βάλσαμο! Συνεχίσαμε το ξεπουπούλισμα χωρίς να λέμε πολλά. Σε λίγο τα τρία πουλιά ήταν γυμνά.

- Πάμε μέσα. Είπε και ξεκίνησε με τις φάσσες ανά χείρας.
 Έβγαλα από πανω μου όσα πούπουλα μπορούσα να δω, πήρα το φασιανό και τον ακολούθησα σιγοτραγουδώντας: «Είμαι αητός χωρίς φτερά...». Το πλυσταριό μύριζε μηχανόλαδο. Τα όπλα ήταν στημένα στη γωνία καλογυαλισμένα. Τα είχε περιποιηθεί ο αδελφός μου. Φαίνεται ότι είχε πέσει σύρμα. Το φαγητό ήταν έτοιμο και έπρεπε να βιαστούμε. Η κουζίνα ήταν ζεστή και μοσχομύριζε. Η Ναντίν είχε κάνει καλή δουλειά. Η πείνα άρχισε να νικάει τη νύστα. Ίσως να βοήθησε και ο καφές.

Στρώσαμε την τραπεζαρία και καθήσαμε για φαγητό. Αναθεώρησα τις απόψεις μου για την αγγλική κουζίνα, για να κυριολεκτήσω την Ιρλανδική. Φάγαμε, συζητήσαμε, γελάσαμε. Ένα γεύμα όπως θα έπρεπε να είναι τα γεύματα. Χαλάλι το σκύψιμο. Μετά πήγαμε στο σαλόνι να καθήσουμε λίγο. Ο συνδιασμός αϋπνίας και καλού φαγητού έκανε τα βλέφαρά μου βαριά. Η παρέα όμως ήταν εξαιρετική. Ο Μορφέας έπρεπε να περιμένει και άλλο. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε και κάποια στιγμή η Ναντίν μας καληνύχτησε και σηκώθηκε να πάει για ύπνο. Ήμασταν και εμείς κουρασμένοι. Θα ακολουθούσαμε σε λίγο. Έπρεπε πρώτα να καταστρώσουμε σχέδιο για αύριο. Σηκώθηκε και ο αδελφός μου να βγάλει τον Όσκαρ έξω. Γύρισε γελώντας.

- Έξω χιονίζει. Μεχρι το πρωί θα το έχει στρώσει. Μας βλέπω για κοκούνινγκ αύριο. Δεν έχει κυνήγι.
Τι εννοεί κοκούκικγκ; Εγώ κοιμάμαι με τον Όσκαρ! Δεν κατάλαβε καλά!

- Βγάλε παγοπέδιλα, σκι, snowmobile, δεν ξέρω τί, εγώ αύριο πάω για κυνήγι. Έστω και αν χιόνισε....στου Ρίτσαρντ!
 
Πήγα στο δωμάτιο για ύπνο απογοητευμένος. Η προοπτική να μην πάμε για κυνήγι λόγω χιονιού δεν μου άρεσε καθόλου. Το καλογυαλισμένο Sirocco στο κάτω πάτωμα στριφογύριζε στο μυαλό μου. Πήγα να το δω πριν ανέβω για να έχω την εικόνα του φρέσκια στον ύπνο μου. Τουλάχιστον να πάω κάπου μαζί του στα όνειρά μου. Πέρασα μπροστά και από τον άσπονδο φίλο μου που κοιμόταν ήδη στο μαξιλάρι του στην κουζίνα. Μισοάνοιξε το ένα μάτι και σα να γέλασε πονηρά. Ήξερε ότι η πόρτα μου δεν κλείνει καλά και θα ερχόταν πάνω μόλις με έπαιρνε ο ύπνος. Είχε ερωτευθεί τη βαλίτσα μου και δεν μπορούσε μακριά της. Δεν τη γλύτωνα την επίσκεψη. Απλά έλπιζα να μην είχε πάλι όρεξη πρωί-πρωί. Πήρα ένα AirgunWorld από τη στοίβα που είχε αφήσει ο αδελφός μου δίπλα στο κρεβάτι και το έριξα στο διάβασμα. Παρ’όλο που ήμουνα κουρασμένος, η πιθανότητα να μην πάω για κυνήγι τριβέλιζε στο μυαλό μου και δε με άφηνε να κοιμηθώ. Διάβασα κάμποσο μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Πρέπει να ήταν πολύ αργά.

Άκουσα την πόρτα μου να ανοίγει και αναθεμάτισα τον Όσκαρ. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά για την περιφορά της υγρής και ζεστής γλώσσας του στο πρόσωπό μου. Είχα κλείσει τη βαλίτσα μου. Αντί γι’αυτό τα μάτια μου γεμίσανε με φως. Τί κόλπα ξέρει το κοπρόσκυλο, σκέφτηκα. Έχει μάθει να ανοίγει τα φώτα! Άνοιξα τα μάτια μου αλλά αντί για τον Όσκαρ είδα τον αδελφό μου με μακριά σώβρακα.

- Είναι εξίμιση. Ίσα που προλαβαίνουμε τις φάσσες, αν βιαστούμε.
  Πήδηξα πάνω και άρχισα να ντύνομαι.
- Μα το χιόνι...ψιθύρισα
- Έχει «παρδάλες». Μπορούμε να πάμε.
- Κάνε καφέ και κατεβαίνω.

Τελικά ο Όσκαρ δεν είχε έρθει. Ή ήρθε, βρήκε τη βαλίτσα κλειστή και ξανακατέβηκε στο μαξιλάρι του. Έβαλα τα μακριά σώβρακα και τις διπλές κάλτσες και κατέβηκα κάτω. Ο υπόλοιπος εξοπλισμός μας περίμενε στο πλυσταριό. Η μυρωδιά του καφέ πλυμμύριζε την κουζίνα. Ο αδελφός μου είχε μισοντυθεί.

- Σε πήρε ο ύπνος. Καλά που έβαλα ξυπνητήρι.
- Πίστεψα ότι δε θα πάμε με το χιόνι. Έβαλες ξυπνητήρι! Μπράβο! Και η Ναντίν;
- Ξύπνησα πριν χτυπήσει.
- Α! Είπα και’γω!

Άρχισα και εγώ να ντύνομαι με γρήγορες κινήσεις ενώ σιγοτραγουδούσα: «Του ά-ντρα του πολλά-βαρύ μην του μιλά-τε το πρω-ί, μην του μιλά-τε το πρω-ί του ά-ντρα του πολλά-βαρύ.....». Βλέπετε τότε ήμουν ακόμα ανύπαντρος. Τα μαζέψαμε όλα, πήρα και εξτρά «πολεμοφόδια» στην τσέπη λόγω κρύου και φορτώσαμε το αυτοκίνητο. Ο αδελφός μου ξανάκανε τον πακιστανό των φαναριών, μπήκε μέσα και ξεκίνησε προσεκτικά.

- Ευτυχώς που ρίχνουν αλάτι. Αλλιώς δε θα πηγαίναμε πουθενά.
- Εμείς το αλάτι το έχουμε για μάσα.
Άμα χιονίσει βράστα!

Φτάσαμε στου Ρίτσαρντ ενώ αχνόφεγγε και παρκάραμε δίπλα στο φράχτη κοντά στην αποθήκη. Δε σκόπευα να την ξαναπατήσω. Πάτησα το σύρμα να περάσει ο αδελφός μου και τον ακολούθησα χωρίς απρόοπτα ως την αποθήκη. Το χιόνι ήταν στρωμένο κατά διαστήματα, όμως το μεγαλύτερο τμήμα από τα χωράφια ήταν σκούρο. Έριξα σφαίρες στην τσέπη, έβαλα την πλερέζα και τα γάντια, έβγαλα το Sirocco από την θήκη, το όπλισα και ξεκίνησα τη γνωστή διαδρομή. Ο αδελφός μου πήρε τη δική του. Δε χρειαζόταν να μιλήσουμε. Θα συναντιόμασταν στο τέρμα.
Ξεμάκρυνα από την αποθήκη και χώθηκα στο δάσος από την κάτω μεριά. Χιόνι μέσα δεν είχε, αλλά το έδαφος ήταν μαλακό και τα κλαδάκια δεν έσπαγαν κάτω από τις
Lakeland. Έξυπνος είναι αυτός που μαθαίνει από τα λάθη των άλλων. Εγώ έλπιζα να έχω μάθει από τα δικά μου. Μπορούσα να είμαι απρόσεκτος χωρίς κόστος. Κοιτούσα ψηλά τα γυμνά κλαδιά να τέμνουν τον σκούρο, ακόμα, ουρανό με τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή. Είχα μάθει το όπλο μου και το μάθημά μου και ήμουν έτοιμος. Είχα φτάσει δίπλα στο βάλτο στη μέση της διαδρομής όταν είδα την πρώτη. Μια μαύρη κουκίδα πάνω στις ευθείες των κλαδιών. Ακούμπησα στον κορμό που ήταν μπροστά μου. Υπολόγισα την απόσταση στα πενήντα μέτρα. Σαράντα μέχρι τη βάση του δέντρου. Θα έλεγα πολύ μακριά αν δεν είχε ανασύρει ο Όσκαρ το χθεσινό κουνέλι από τα βάτα. Η καρδιά μου επιτάχυνε, αλλά ελεγχόμενα. Είχα αρχίσει να γίνομαι έμπειρος. Σήκωσα το όπλο και κοίταξα μέσα από τη μικρή διοπτρα. 1.5-5Χ20. Αν πιστέψει κανείς αυτά που διαβάζει, ήταν άχρηστη στο μισόφως. Παιχνίδια του μάρκετινγκ. Η φάσσα φάνηκε πεντακάθαρα στο Χ3. Ήταν γυρισμένη προς τα μένα με το κεφάλι να ακουμπάει στο σώμα της. Πήρα βαθιά ανάσα και ακούμπησα το μάγουλο στο κοντάκι. Η πλερέζα δυσκόλευε την αναπνοή μου. Έπρεπε να τοποθετήσω το νηματόσταυρο λίγο πάνω από την κορυφή του κεφαλιού της. Είχα zero στα 30, οπότε η σφαίρα θα την έβρισκε στη βάση του λαιμού. Έβγαλα την ασφάλεια και πήρα το πρώτο στάδιο. Δεύτερη ανάσα, σταθεροποίηση. Πίεσα τη σκανδάλη. Την  ξερή τουφεκιά ακολούθησε ένας άλλος πιο πνιχτός ήχος. Χαμογέλασα. Είχα δει τη φάσσα να πέφτει μέσα από τη διοπτρα. Α, ρε follow through! Έφυγα προς τη βάση του δέντρου να την μαξέψω. 

Η πρώτη μου φάσσα με το Sirocco! Χαμογελούσα ακόμα όταν η γαλότσα μου εξαφανίστηκε στη λάσπη. Το νερό του βάλτου πότισε τις κάλτσες μου. Δεν ξέρω τι πάγωσε πρώτο, το πόδι, ή το χαμόγελό μου! Ξύλιασα! Έριξα το βάρος πίσω και τράβηξα δυνατά. Ανέσυρα αργά, με κόπο το δεξί μου πόδι, ευτυχώς μαζί με την εξαφανισμένη γαλότσα. Έσφιξα τα δόντια να πνίξω τα γαλλικά μου, μην ακουστούν οι κατάρες μου και διώξουν τα πουλιά. Χοροπήδηξα κούτσα-κούτσα μέχρι ένα πεσμένο κορμό, ακούμπησα το όπλο και έβγαλα τη γαλότσα. Τη γύρισα να φύγει το νερό και χύθηκε ένα μαύρο ζουμί. Απόσταγμα αποσύνθεσης, ευγενική προσφορά αγγλικού βάλτου. Μπλιάχ! Έβγαλα τις ποτισμένες κάλτσες και έπιασα το παγωμένο πόδι μου. Ήταν ακόμα εκεί. Το έτριψα να ζεσταθεί λίγο. Τα γαλλικά δίναν και παίρναν πίσω από τα σφιγμένα δόντια. Έπρεπε να βρώ κάτι να το σκουπίσω. Πήρα τα χαρτιά που είχα στην τσέπη, ‘για παν ενδεχόμενο’. Σκούπισα το πόδι και στη συνέχεια το εσωτερικό της γαλότσας όσο καλύτερα μπορούσα. Τα χάλασα όλα. Έλπιζα μόνο να μην έρθει το ‘ενδεχόμενο’... Έβγαλα την άλλη γαλότσα, έβγαλα τη μία κάλτσα και τη φόρεσα στο γυμνό πόδι μου. Ξαναφόρεσα τις γαλότσες και ευτυχώς δεν ένιωσα υγρασία. Το ηθικό μου αναπτερώθηκε λίγο. Αποφάσισα να αφήσω τις βρεγμένες κάλτσες κρεμασμένες σε ένα κλαδί για σημάδι και να επιστρέψω στο τέλος μαζι με τον αδελφό μου για την περισυλλογή. Είχα ακόμα λίγη ώρα μέχρι να ξημερώσει και πετάξουν οι φάσσες.

Απομακρύνθηκα από το βάλτο και συνέχισα τη διαδρομή μου κοιτάζοντας ψηλά τα κλαδιά. Σιγά-σιγά έφτασα στο τέλος όπου με περίμενε ο αδελφός μου καθισμένος στην πέτρα πίνοντας καφέ.

- Άργησες. Άκουσα και τουφεκιά. Τί έκανες;
- Πήρα μία φάσσα. Εσύ; Είπα και έβγαλα μια
Galaxy.
- Δεν είδα τίποτα. Πού είναι; Έχεις γίνει σα γουρούνι. Φέρε κανένα κομμάτι.
- Η φάσσα μας περιμένει στο βάλτο. Παραλίγο να μείνω και εγώ μέσα. Έβαλα σημάδι να πάμε μετά. Για τα ρούχα μην ανησυχείς. Θα τα βγάλω πριν μπω μέσα!
- Άσε τις αηδίες και πάμε για κανένα κουνέλι όσο κρατάει ο καιρός. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει αργότερα. Πού θες να πας;
- Εκεί που ήμουνα χτες, είπα χωρίς να διστάσω. Το ξέρω το μέρος.
- Εντάξει. Εγώ θα πάω προς τα πίσω. Άμα βαρεθείς έλα και θα με βρεις.
  Μαζευτήκαμε και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Είχε πια ξημερώσει. Περπατούσα στο μονοπάτι δίπλα στις φτέρες κατευθυνόμενος στο άκρο του χτήματος όπου είχα καθήσει χθες. Εδώ το χιόνι έκανε αισθητή την παρουσία του καλύπτοντας φτέρες και χώμα σε μεγάλο βαθμό. Μόνο οι κουνελότρυπες έχασκαν σα στόματα. Τις χάζευα καθώς περπατούσα και απορούσα πού είναι όλα αυτά τα κουνέλια. Σίγουρα είναι νυχτόβια, αλλά ήταν τόσο πολλές! Εκτός και αν δεν κατοικούνται όλες. Την απορία μου έλυσε μια μικρή θολούρα που παρατήρησα σε μία. Σταμάτησα και κοίταξα πιο προσεκτικά. Άχνιζε! Κάποιες τρύπες που είχαν κουνέλια άχνιζαν από τα χνώτα και τη ζέστη! Χαμογέλασα και έφυγα για την κρυψώνα μου. Ήθελα να πιάσω το πόστο μου γρήγορα να κυνηγήσω τώρα που χιόνισε...στου Ρίτσαρντ!

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Χιονισε στου Ριτσαρντ... (μερος 1ο)

Η ιστορια που ακολουθει, ειναι γραμμενη απο τον αδερφο μου. Εξιστορει μια επισκεψη του στην Αγγλια πριν πολλα χρονια, οταν ακομα ειχα μαλλια, φωτογραφικη μηχανη με φιλμ, χρονο και μονο δυο αεροβολα...



Η βαλίτσα έχασκε στο πάτωμα. Σε μιά γωνιά της είχα πετάξει σώβρακα, κάλτσες, τα ‘θερμοφάν’, μερικές μπλούζες.
- «Τί θα γίνει ρε μάνα, θα τα φέρεις; Θέλω να κλείσω επιτέλους!» Φώναξα.
- «Τώρα!» Ακούστηκε από την κουζίνα. «Είσαι σίγουρος παιδάκι μου ότι θα τα πάρεις όλα; Αν σε σταματήσουνε στο ‘τσεκ-ιν’ θα πληρώσεις μιά περιουσία.»
- «Μάνα μιά ζωή έτσι πάω. Τώρα θα με πιάσουν;»
  Τοποθέτησα τις πλαστικές σακούλες με τάξη για να τις πάρει όλες. Με το ζόρι. Η Samsonite ξεχείλιζε.
- «Βάλε ένα χεράκι πατέρα να κλείσει. Πάτα εκεί στη γωνία.»
- «Άμα δει η μάνα σου να πατάω...Ποιός μας σώνει!»
- «Πάτα τώρα μην έρθει!»
  Η βαλίτσα έκλεισε. Γύρισα και το συνδυασμό και πήγα να τη σηκώσω. Ασήκωτη! Σα να είχε δίκιο η μάνα μου. Αν με σταματήσουν θα μουρμουράει αιώνες!
- «Πάμε!» είπα. «Θα αργήσουμε!».
- «Μια ζωή τελευταία στιγμή! Άντε και να μου τους φιλήσεις και τους δυό!» με χαιρέτησε η μάνα μου.
 Μπήκα με τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το Ελληνικό. Θα πήγαινα στον αδερφό μου στην  Αγγλία μετά από πολύ καιρό. Είχα καμμιά δεκαπενταριά μέρες μέχρι να ξαναρχίσω το πανεπιστήμιο και θα πήγαινα να τον δω. Αυτή το φορά με σκοπό.

  Η συννενόηση είχε γίνει πρίν λίγες μέρες:
- «Έλα ρε θηρίο! Τα  κατάφερες; Ξεμπέρδεψες;». Ήταν το αδέρφι μου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν έρχεσαι καμμιά βόλτα τώρα που έχεις καιρό να γνωρίσεις και τη Ναντίν. Ευκαιρία είναι!»
  Διέκρινα ένα τόνο ανυπομονησίας και προσμονής στη φωνή του. Ήταν σημαντική για αυτόν. Από καιρό την είχε βάλει στο μάτι. Δεν την είχα γνωρίσει όμως ακόμα. Δεν έχασα την ευκαιρία!
- «Τί να έρθω; Έχω ξαναδεί τυφλή. Γιατρός είμαι» τον πείραξα.
- «Δεν αφήνεις την  πλάκα; Το πράμα είναι σοβαρό. Θα αρραβωνιαστούμε!»
- «Καλά δεν τη λυπήθηκες; Πρώτα να χάσει το φως της και τώρα αυτό...Τς, τς, τς! Έπρεπε να υπάρχουν νόμοι για αυτές τις περιπτώσεις. Σε τί κράτος πήγες να ζήσεις!»
- «Άσε τις αηδίες και κοίτα μη σου φύγει τίποτα στη μάνα! Μένουμε μαζί!»
- «Α, ώστε έτσι πουλάκι μου...ΜΑΝΑ»! φώναξα.
- «Καλά. Τότε να ακυρώσω την παραγγελία για το Sirocco... Κρίμα γιατί θα ερχότανε αύριο....»
- «Αγαπημένε μου αδελφέ! Θα έκανες κάτι τέτοιο στο αίμα σου; Αφού με ξέρεις. Εγώ τάφος! Πάω να κλείσω εισητήρια. Θα σε ξαναπάρω να σου πω πότε φτάνω.»

  Πλησίασα την κοπέλα στο ‘τσεκ-ιν’ φορώντας το καλύτερό μου χαμόγελο.
- «Ταξιδεύετε μόνος; Πόσες βαλίτσες έχετε;»
- «Μόνος. Βαλίτσα μία.»
  Το στόμα μου κόντευε να πάθει αγκύλωση και το δεξί μου χέρι είχε μακρύνει από το βάρος. Με μία επιτηδευμένα ανάλαφρη  κίνηση τοποθέτησα τη βαλίτσα στον ιμάντα-ζυγαριά προσέχοντας να πατάει και στο σίδερο....
- «Εικοσιεφτά κιλά! Είναι λίγο βαριά» μου είπε χαμογελώντας και ασχολήθηκε με την έκδοση της κάρτας επιβίβασης.
  Είχα κερδίσει. Στο σπίτι τη ζύγισα κοντά στα σαράντα. Και μου χαμογελούσε...
- «Βιβλία» της λέω. «Ξέρετε εμείς οι φοιτητές όλο βιβλία κουβαλάμε.»
- «Ξέρω. Και η αδερφή μου τα ίδια τραβάει!»
Πάτησε το κουμπί να φύγει η βαλίτσα, αλλά από το βάρος γυρνούσαν οι ρόδες της και δεν έφευγε! Είχε σκαλώσει στο ‘σίδερο’! Διακριτικά της δίνω μια γονατιά και ξεκίνησε! Η κοπέλα έσκυψε να δέσει το ταμπελάκι στη βαλίτσα, γύρισε, με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Καλό ταξίδι».
- «Ευχαριστώ» της λέω και γυρνάω στον πατέρα μου που κοίταζε με μάτια γουρλωμένα. Μου είχε δώσει και θέση μπροστά σε παράθυρο. Να δεις που θα βάλει να κάτσει δίπλα μου κανένα ‘μωρό’! Τι σου κάνει ένα χαμόγελο!
- «Πάμε» του λέω χαρούμενος. «Να ψωνίσω και κανένα δωράκι από τα αφορολόγητα.»

  Κοιτούσα τον χοντρό ηλικιωμένο κύριο που προσπαθούσε να χωρέσει στην καρέκλα δίπλα μου και συνειδητοποίησα πως τελικά υπάρχει μια παγκόσμια συνωμοσία στην τοποθέτηση των συνταξιδευτών μου στο αεροπλάνο. Ή θα είναι άνω των εξήντα ή θα ξεχειλίζουν από την καρέκλα. Στην προκειμένη περίπτωση και τα δύο. Θα μου πείτε άλλο Χόλυγουντ και άλλο Ολυμπιακή...(Να μην ακούσω σχόλια για το χαμόγελό μου!). Η μόνη μου ελπίδα ήταν να μην έχει φάει τίποτα...επικινδυνο. Η πτήση κατά τα άλλα ήταν ήρεμη. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε χωρίς να πέσει ούτε ένα χειροκρότημα, απόδειξη πως το ταξίδι με αεροπλάνο είναι πιά ρουτίνα ακόμα και για τους Έλληνες. Έφυγα από το αεροπλάνο αφήνοντας πίσω την τελευταία ελπίδα μου πεθαμένη (μάλλον από ρεβύθια).
  Ο ιμάντας γυρνούσε γεμάτος βαλίτσες και εγώ περίμενα υπομονετικά βρίζοντας την έτερη παγκόσμια συνωμοσία για την  παραλαβή της βαλίτσας μου. Βγήκα από τους τελευταίους και είδα τον αδερφό μου να χαμογελάει πλατιά. Είχαμε καιρό να βρεθούμε.
- «Άσε τις χαιρετούρες και πάρε τη βαλίτσα. Έχω το δεξί χέρι του Τιραμόλα!»
- «Τι κουβαλάς πάλι....»
- «Περπάτα μη σου πω καμμιά κουβέντα. Πού είναι το αυτοκίνητο;»
- «Στο πάρκινγκ, από’δω.»

Μετά από κάμποση ώρα σταματήσαμε μπροστά στο σπίτι.
- «Φτάσαμε...» είπε ο αδερφός μου αμήχανα. «Η Ναντίν έχει ετοιμάσει βραδυνό. Ελπίζω να πεινάς και...σεμνά!». Σαν αδελφός με ξέρει...
  Είχα φάει στο αεροπλάνο, αλλά δεν ήταν ώρα για λόγια. Η πόρτα άνοιξε, ο Όσκαρ πετάχτηκε έξω χοροπηδώντας και...δεν πίστευα στα μάτια μου! Να πάρει! Αυτές οι τυφλές Αγγλίδες είναι πολύ όμορφες!
- «Hello George», μου λέει με άψογη προφορά. «Welcome» και ανοίγει την αγκαλιά της.
- «Γκλάντ το μιτ γιού Ναντίν!» της λέω σε άπταιστα ελληνοαγγλικά και την αγκαλιάζω. Για τυφλή βλέπει πολύ καλά!
- «Στην προηγούμενη ζωή σου πρέπει να ήσουν κοπροσκούλικο», λέω στον αδερφό μου και μπαίνουμε στο σπίτι.
  Πήγα τη βαλίτσα κατευθείαν στην κουζίνα. Δεκατέσσερα δίλιτρα λάδι, όσπρια, μέλι, τσουρέκια...μέχρι που έμειναν σκόρπια τα λίγα ρούχα μου.
- «Αν δε μου δώσεις ρούχα να φοράω θα πασαλειφτώ λάδι και θα κυκλοφοράω γυμνός σαν τη νεράιδα».
- «Προκειμένου να μου χαλάσεις το λάδι θα σου δώσω. Πήγαινε να αφήσεις τη βαλίτσα πάνω και έλα στην τραπεζαρία.»
  Ανέβηκα στο δωμάτιό μου με τον Όσκαρ να χοροπηδάει γύρω μου και να με κοιτάει στα μάτια. Δάγκωνε με μανία το μπατζάκι του μοναδικού παντελονιού που είχα πάρει μαζί μου. Περίμενε να παίξουμε. Στο μυαλό του ήμουν κάτι σαν μεγάλο παιχνίδι με κίνηση. Την προηγούμενη φορά που είχα έρθει με είχε κατατάξει στον πάτο της οικογενειακής ιεραρχίας λίγο πιο πάνω από τα παπούτσια. Ίσως να έφταιγα και εγώ που του έκλεβα τα παιχνίδια και έτρεχα να κρυφτώ στην μπανιέρα ουρλιάζοντας και τον προκαλούσα να με βρει. Από όσο μπορούσα να καταλάβω δεν είχε αλλάξει γνώμη. Αυτά τα Smooth Fox Terrier έχουν διαβολεμένη μνήμη.
  Το γεύμα κύλησε όμορφα. Το φαγητό ήταν υπέροχο, η κουβέντα ευχάριστη και χαρούμενη όπως η οικοδέσποινα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο αδελφός μου με κοίταζε κάπως, αλλά χωρίς λόγο. Ήμουνα κύριος αν και το μάτι μου γυάλισε κάνα-δυό φορές. Το πράγμα ήταν σοβαρό.
  Μετά το επιδόρπιο η Ναντίν πήγε για ύπνο και έμεινα μόνος με τον αδελφό μου στο σαλόνι. Ήρθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή του:
- «Πού είναι;» του λέω.
- «Ποιός;» μου κάνει αδιάφορα.
- «Ο πάπας! Μη μου κάνεις τον δύσκολο! Φέρ’το να το πιάσω μην αρχίσω να ουρλιάζω και ξυπνήσει η Ναντίν». Είχα και εγώ τα όπλα μου...
- «Α! Το Sirocco; Ξέχασα να σου πω. Θα έρθει την άλλη βδομάδα....»
- «Αν δε μου πεις που είναι αρχίζω τα ουρλιαχτά!»
- «Καλά. Κάθεσαι πάνω του τόση ώρα. Βάλε το χέρι σου κάτω από τον καναπέ.»
  Δε χρειαζόταν να μου πει άλλα. Είχα ήδη συνάψει σχέσεις με το χαλί και άρχισα να ψαχουλεύω κάτω από τον καναπέ ώσπου το έπιασα. Το είχε βάλει μέσα σε ‘κάλτσα’ μόνο και μόνο να παρατείνει την αγωνία μου! Τον κοίταξα αυστηρά ενώ αυτός κοιτούσε το ταβάνι δήθεν αδιάφορα. Ήθελα να σκίσω την κάλτσα σαν περιτύλιγμα παιδικού παιχνιδιού. Έλυσα το κορδονάκι, έβαλα το χέρι μου μέσα και το έβγαλα. Το φως γυάλιζε πάνω στο σκούρο μέταλλο και το κοντάκι από καρυδιά μου θύμιζε την τραπεζαρία που είχε βάλει στο μάτι η μάνα μου. Αυτή με τα γλυκά νερά και την αλμυρή τιμή. Είχε βάλει πάνω και την Simmons WTC 1.5-5Χ20 που ήξερα. Το όπλο είναι μικρό και πανέμορφο.
- «Ουάου!!!»
- «Μη φωνάζεις! Θα ξυπνήσει η Ναντίν!»
- «Είναι τέλειο!» ψιθύρισα.
- «Έχει σύστημα gas-ram, shrouded barrel,…»
- «Δε με χέζεις; Σφαίρες πού έχει;»
- «Δε γίνεται τώρα. Το έχω όμως μηδενίσει στα 30 μέτρα. Είμαστε έτοιμοι για αύριο!»
  Τί αύριο! Δεν έχει πάει σχολείο; “Ποτέ μην αναβάλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα”. Έδειξα χαρακτήρα.
- «Και πού θα πάμε;» ρώτησα δήθεν αδιάφορα.
- «Στου Ρίτσαρντ! Τον έχω πάρει τηλέφωνο.» 

  Ο Ρίτσαρντ είναι φίλος του αδερφού μου. Θα έλεγα ότι έχει κλασικό αγγλικό παρουσιαστικό. Σαραντάρης, ψηλός, αδύνατος, ξερακιανός. Για τη γυναίκα του δεν θυμάμαι πολλά, μιά και την έχω δει μόνο μια φορά. Μόνο ότι τη λένε Νίκη. Έχει επίσης δύο γιούς και δύο αξιολάτρευτες κόρες. Τον Jasper, τον Harvey, την Florence και την Daisy. Έχει και ένα σκύλο τον Γκας, κολλητό του άσπονδου φίλου μου του Όσκαρ. Αν θυμάμαι καλά είναι σύμβουλος επενδύσεων ή κάτι τέτοιο (ο Ρίτσαρντ, όχι ο Γκας). Μένει σε ένα δυόροφο σπίτι και πιστεύω ότι το μεγάλο τζιπ που είναι συνήθως παρκαρισμένο μπροστά είναι δικό του.
  Α! Παραλίγο να το ξεχάσω! Το σπίτι είναι χτισμένο στην άκρη ενός κτήματος περίπου 50 στρεμάτων που περιλαμβάνει και τμήμα από ένα δάσος 350 στρεμάτων. Μόνο ένα μικρό κομμάτι μπροστά στο σπίτι είναι φροντισμένο γρασίδι. Γύρω από το γρασίδι έχει φτέρες οι οποίες έχουν φυτρώσει πάνω σε τρύπες! Μέσα σε αυτές τις τρύπες ζουν πολλά μικρά τριχωτά ζωάκια με μεγάλα αυτιά. Στα δέντρα που αρχίζουν μετά τις φτέρες κάθονται κάτι μεγάλα περιστέρια και κοράκια. Μερικές φορές γκρίζα σκιουράκια τρέχουν πάνω στα δέντρα. Τα σύνορα μέσα στο δάσος δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, οπότε θα μπορούσε κάποιος που δεν είναι ντόπιος να μπερδευτεί και να περιλανηθεί και στο υπόλοιπο δάσος...
  Σε αυτό το δάσος ήμουνα όταν αισθάνθηκα κάτι ζεστό και γλοιώδες να περιφέρεται στο πρόσωπό μου. Προσπάθησα να το διώξω χωρίς αποτέλεσμα. Άνοιξα τα μάτια μου και... είδα τον Όσκαρ να χαμογελάει θριαμβευτικά! Θα πρέπει να μιλήσω στον αδερφό μου για το σκύλο του. Αν θέλει να κοιμάται μέσα στη βαλίτσα μου θα πρέπει τουλάχιστον να πλένει τα δόντια του πριν πάει για ύπνο. Σκούπισα τα σάλια με την παλάμη μου και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 5:30, σχεδόν πρωί! Ο ήλιος θα αργούσε ακόμα να βγει, αλλά ένα καλό πρωινό είναι το καλύτερο ξεκίνημα για μια μέρα. Ίδίως όταν η φασαρία θα ξυπνήσει τον αδερφό σου να πας κυνήγι. Ήξερα ότι στον παραμικρό θόρυβο θα πεταγόταν πάνω και θα ερχόταν τρέχοντας στην κουζίνα. Υπήρχε ο κίνδυνος να ενοχλήσουμε την Ναντίν...Σαν αδερφός τον ξέρω... Πραγματικά δεν πρόλαβε να μου ξεφύγει η πόρτα από το ντουλάπι του καφέ και ο αδερφός μου εμφανίστηκε στην πόρτα με το σώβρακο.
- «Σσσσς!!! Τρελλός είσαι? Θα ξυπνήσεις την Ναντίν! Ξέρεις τί ώρα είναι?»
- «Πεντέμιση. Φτιάχνω καφέ. Έλα.»
- «Από τώρα? Ξημερώνει στις εφτάμιση. Τι ξύπνησες τόσο νωρίς!»
  Η αλήθεια είναι ότι είχαμε καθήσει μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ.
- «Δε φταίω εγώ. Να μάθεις το σκύλο σου να διαβάζει το ρολόι καλύτερα. Αν ξαναπάς για ύπνο θα ξυπνήσεις τη Ναντίν. Φέρε τις φόρμες να ετοιμαστούμε.»
  Έφυγε μουρμουρίζοντας κάτι για την τύχη του μέσα και ξαναήρθε με τις φόρμες παραλλαγής. Παντελόνι, σακάκι, γάντια, καπέλο, πλερέζα όλα σε άψογη αγγλική παραλλαγή.
- «Το σώβρακό μου είναι άσπρο, πειράζει?» τον πείραξα και του έδωσα το φλυτζάνι με τον καφέ.
- «Όρεξη έχεις πρωί-πρωί...». Ήπιε μια γουλιά και πήγε να ανοίξει την πόρτα να μπει ο Όσκαρ μέσα. « Έχει ‘τσαφ’. Πρέπει να έχει κρύο σήμερα.»
  Αρχίσαμε να ντυνόμαστε (τις πλερέζες θα τις βάζαμε όταν φτάναμε για να μην τρομάζουν οι περαστικοί!). Με τα θερμοφάν ήμασταν σαν καουμπόηκες καρικατούρες από το Λούκη-Λούκ.
- «Είσαι σίγουρος ότι θα βάλω αυτά τα ρούχα?»
- «Ναι. Εμένα δεν μου κάνουν πια.»
  Ήμουνα σαν την Αλίκη στο ναυτικό όταν φόρεσε τη στολή για να μην την αναγνωρισει ο Ναύαρχος-Κωσταντάρας.
- «Δεν μπορώ να πω, άνετα είναι. Την άλλη φορά όμως να τα πλύνεις στο καυτό.»
- «Αν δε σου αρέσουν βγάλτα και πάρε ένα δίλιτρο λάδι. Αλλά μπορεί να πάθεις κανένα κρυοπάγημα, ξέρεις πού...» και έδειξε χαμηλά...
  Χα! Χα! Γελάσαμε. Που τη βρίσκει την όρεξη πρωί-πρωί!
 - «Έλα, πάμε. Να φτάσουμε νύχτα να προλάβουμε τις φάσσες.» είπε και σηκώθηκε.
  Το κόλπο ήταν να φτάσουμε πριν ξημερώσει. Μπαίνουμε στο δάσος προσεχτικά και κοιτάμε για φάσσες στα γυμνά δέντρα καθώς χαράζει. Κοιμούνται πάνω στα κλαδιά και φαίνονται σα μικροί μαύροι όγκοι με φόντο τον ουρανό. Οι βολές πρέπει να γίνουν σχεδόν κάθετα. Συνήθως παίρνουμε μια-δυό πριν ξυπνήσουν και πετάξουν.
  Έξω το κρύο ξύριζε. Έψαξα στις τσέπες μου να σιγουρευτώ για τα ‘πυρομαχικά’. Οι δύο Galaxy και το σακουλάκι με τα Minstrels ήταν στην δεξιά και την αριστερή τσέπη του σακακιού. Οι σοκολάτες είναι απαραίτητο συμπλήρωμα. Χωρίς αυτές το κυνήγι στην Αγγλία μου φαίνεται μισό. Το ψαχούλεμα στην τσέπη και το χράτσα-χρούτσα της συσκευασίας δε βοηθάει στο καρτέρι, αλλά μερικά πράγματα δεν κόβονται.
- «Περίμενε λίγο.» μου λέει και παίρνει από το πορτ-παγκαζ ένα μπουκαλάκι και μια ξύστρα.
- «Τί είναι αυτά?» τον ρωτάω.
- «Για τον πάγο.» Αρχίζει να ψεκάζει το παρ-μπριζ και μετά να το ξύνει.
  Είναι τρελοί αυτοί οι άγγλοι! Κάθονται και ξύνουν τζάμια αχάραγα στο κρύο! Έψαξα στην τσέπη μου για κανένα κέρμα, αλλά δεν είχα. Κρίμα.
- «Έχεις ταλέντο! Είσαι για Κηφισίας και Αλεξάντρας γωνία. Χαραμίζεσαι εδώ στην ερημιά. Με λίγο ηλιοθεραπεία θα κάνεις μεγάλη καριέρα!»
  Δεν πρέπει να το κατάλαβε και μου έκανε νόημα να μπούμε μέσα. Μάλλον έχει καιρό να οδηγήσει στην Αθήνα. Έβαλε μπροστά, άνοιξε τη ζέστη στο φουλ και ξεκίνησε προσεκτικά. Η διαδρομή θα διαρκούσε καμμιά εικοσαριά λεπτά.
- «Να τραβάς την σκανδάλη γλυκά και να προσέχεις το “canting”.» μου λέει σοβαρά.
- «Χα! Δεν ξέρεις με ποιόν μιλάς! Μιλάμε για την μετενσάρκωση του Vasili Zaitsev
- «Αν δε με ακούσεις, στο γυρισμό θα μιλάω με την προσωποποίηση του Βασιλάκη Καΐλα.» Με έκοψε. «Και μην ξεχνάς το follow through
  Όλα αυτά κάτι μου θυμίζανε, αλλά αμυδρά. Μου τα έχει πει πολλές φορές και μου τα ξαναείπε χθες το βράδυ, αλλά εγώ κρατούσα το Sirocco…. Είπε και άλλα. Ο αέρας στο πρόσωπο, αργά και ήσυχα... Το μυαλό μου όμως ήταν κολλημένο στο Sirocco. Όπως θα κολούσε το δάχτυλό μου στην παγωμένη σκανδάλη.
  Σταματήσαμε δίπλα στο φράχτη στη μια άκρη του κτήματος κοντά στη μικρή αποθήκη. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Θα πηδούσαμε εδώ το φράχτη για να μπούμε, μην ξυπνήσουμε τον Γκας. Στην αποθήκη θα αφήναμε τις θήκες, θα καταστρώναμε το τελικό σχέδιο και θα βάζαμε τις πλερέζες. Πάτησα το σύρμα με το χέρι μου και πέρασε ο αδερφός μου με τα  πράγματα. Άκουσα τα βήματά του στο παγωμένο γρασίδι να ξεμακραίνουν για την αποθήκη. Ήταν η σειρά μου να πηδήξω. Πέρασα το δεξί μου πόδι πάνω από το σύρμα και πάτησα τη γαλότσα μέσα. Με ένα μικρό πηδηματάκι μετέφερα το βάρος μου και σήκωσα ψηλά το αριστερό μου πόδι. Παιχνιδάκι! Έκανα δυό βήματα όταν ένα αόρατο χέρι μου άρπαξε το δεξί πόδι και έπεσα. Το βρετανικό σύρμα άκουσε γαλλικές λέξεις μέσα στην παγωμένη αγγλική νύχτα. Σηκώθηκα και πήγα στην αποθήκη.
- «Καλύτερα να κρεμάσεις κουδούνια!»
- «Δε φταίω εγώ! Το κ#^*σύρμα μπλέχτηκε στο πόδι μου.»
- «Έτοιμάσου να ξεκινήσουμε.»
  Πήρα ένα κουτάκι Accupell και τις έχυσα στο χέρι μου.
- «Φτάνουνε?»
- «Τί θα τις κάνεις όλες αυτές?»
- «Να μην κάνω και λίγο σημάδι? Για να μάθω το όπλο....»
- «Κάνε ό,τι θες, μόνο τελείωνε.»
  Πήρα λίγες ακόμα από το άλλο κουτί και τις έριξα στην τσέπη μου. Καλύτερα να περισσέψουνε.  Έβαλα την πλερέζα και έβγαλα το όπλο από τη θήκη. Κρέμασα το πτυσόμενο σκαμπουδάκι στον ώμο. Ποίημα! Ήμουνα έτοιμος! Σήμερα το Sirocco θα δοκιμαζόταν... στου Ρίτσαρντ.

  Τελικά οι γαλότσες δεν είναι τα καταλληλότερα παπούτσια για κυνήγι τον Ιανουάριο στην Αγγλία. Οι Lakeland που είχα πάρει προσφορά στο Sainsburys σίγουρα δεν ήταν φτιαγμένες για κρύο. Παρ’όλες τις διπλές κάλτσες τα πόδια μου θα μπορούσαν να ανήκουν σε πιγκουίνο. Ήταν όμως πράσινες και ταίριαζαν με την παραλλαγή. Η σόλα ήταν σκληρή και μάζευε λάσπη. Με κάθε βήμα ένιωθα πως έκανα προπόνηση για αστροναύτης. Ήταν τουλάχιστον αδιάβροχες, εκτός και αν έπεφτες στο βάλτο και χωνόσουνα στη λάσπη μέχρι το γόνατο.
  Προχωρούσα αργά στο μονοπάτι που πήγαινε από το κάτω μέρος του κτήματος. Ο αδελφός μου ακολουθούσε το άλλο που παιρνούσε από μέσα. Μας χώριζαν καμμιά πενηνταριά μέτρα. Θα κάναμε μία αργή πορεία γύρω στα χίλια μέτρα κάτω από τα δέντρα και θα συναντιόμασταν στην άλλη άκρη να συνενοηθούμε για μετά. Τώρα κυνηγούσαμε φάσσες. Κοιτούσα με προσοχή τα γυμνά κλαδιά μήπως αναγνωρίσω τον γνώριμο όγκο με φόντο το αμυδρό φως του ουρανού. Είχε αρχίσει να αχνοφέγγει. Σε κάθε μου βήμα πρόσεχα, αλλά συνεχώς πατούσα κλαδάκια που έσπαγαν σαν πασχαλιάτικες στρακαστρούκες και πρόδιδαν τη θέση μου. Από την άλλη μεριά ησυχία. Πως το κάνει ο π.... Στο μυαλό μου έρχεται ο ιποππόταμος  του Disney που χορεύει μπαλέτο με περισσή χάρη. Συνέχισα την πορεία μου κοιτώντας ψηλά. Πάγωσα. Όχι από το κρύο. Στο μπροστινό δέντρο μια σκοτεινή μπάλα διαγραφόταν σε περίπου 30μ. Τέλεια! Η καρδιά μου χόρευε σάμπα και μαζί της τα χέρια μου. Πήρα βαθειές ανάσες να ελέγξω το ρυθμό. Έβαλα το Sirocco στον ώμο και ο δείκτης μου έσπρωξε μαλακά την ασφάλεια και αγκάλιασε την παγωμένη σκανδάλη. Εντόπισα τη φάσσα μέσα από τη Simmons στο Χ3 να χορεύει πίσω από το σταυρό. Έβαλα το σταυρό στη βάση του λαιμού. Πήρα βαθιά ανάσα, σταθεροποιήθηκα και πήρα το πρώτο στάδιο της σκανδάλης. Η τουφεκιά έσκισε την ησυχία  σαν κεραυνός.
  ‘Ποτέ μην κάνεις χειραψία με αριστερόχειρα’, θυμάμαι πως είχα ακούσει παλιά σε ένα γουέστερν. Δεν περίμενα ότι η φράση αυτή θα έβρισκε εφαρμογή στην παγωμένα αγγλική επαρχία παραλλαγμένη: ‘Ποτέ μην αφήνεις αριστερόχειρα να σου μηδενίσει τη διόπτρα’! Μα ήταν 30 μέτρα! Μου είπε ότι τη μηδένισε στα 30! Κοτζάμ πουλί να αστοχήσω! Εκτόξευσα από μέσα μου ό,τι γαλλικό ήξερα για αριστερά και ζερβά και έβγαλα και καινούρια! Βλέπετε δεν ήξερα τότε ότι άλλο 30 μέτρα ευθεία μπροστά και άλλο με 60 μοίρες κλίση προς τα πάνω... Για να πω την αλήθεια με πείραξε που έχασα τη φάσσα. Το χειρότερο όμως ήταν πως θα είχε ακούσει την τουφεκιά. Τι να του πω, πως έκανα σημάδι νυχτιάτικα?  Και σαν να μην έφτανε αυτό άκουσα μια τουφεκιά που συνοδευόταν από το χαρακτηριστικό πνιχτό θόρυβο της σφαίρας που βρίσκει το στόχο. Έπρεπε να ρεφάρω.
  Έσπασα την κάνη, έβγαλα μια Accupell από το στόμα και γέμισα. Πήρα βαθειά ανάσα και άρχισα να προχωράω με όλες τις αισθήσεις μου τεντωμένες. Ο ουρανός είχε γίνει πιο φωτεινός και μπορούσα να προχωρήσω πιο γρήγορα. Ήταν πιο εύκολο να ελέγξω τα δέντρα, αλλά και για τις φάσσες ερχόταν η ώρα να ξυπνήσουν. Πήδηξα πάνω από πεσμένα δέντρα, απέφυγα τον βάλτο και εντόπισα άλλη μία εκατό μέτρα μπροστά-δεξιά. Πλησίασα σιγά σιγά προσπαθώντας να κρύβομαι πίσω από κάποιο δέντρο. Ήθελα λίγο ακόμα για να σιγουρευτώ. Έφτασα πίσω από ένα κορμό και αποφάσισα ότι είχα πλησιάσει αρκετά. Έβγαλα μπροστά το αριστερό μου πόδι και έριξα το βάρος μπροστά για να ξεμυτήσω. Το κλαδάκι που έσπασε κάτω από την αριστερή μου γαλότσα έκανε περισσότερο θόρυβο από την ενοχλημένη φάσσα που πέταξε. Στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον. Τη φάσσα δεν την είδα να πετάει γιατί είχα κλείσει τα μάτια μου στην γκριμάτσα που μου έφερε ο ήχος από το κλαδί που έσπασα.
  Είχα σχεδόν φτάσει στο τέλος της διαδρομής μου. Διέσχισα τα τελευταία μέτρα και κάθισα σε μία πέτρα να περιμένω. Έβγαλα την πλερέζα να ανασάνω. Αποφάσισα να πνίξω τον πόνο μου στη σοκολάτα και έβγαλα τη μία Galaxy από την τσέπη και έκοψα ένα μεγάλο κομμάτι. Ο αδελφός μου είχε το θερμός με τον καφέ. Δεν είχα προλάβει να φάω τη μισή όταν άκουσα άλλη μία τουφεκιά που συνοδευόταν από τον γνώριμο ήχο.... 2-0! Έκοψα άλλο ένα μεγάλο κομμάτι. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω την τελευταία μπουκιά όταν εμφανίστηκε ο αδελφός μου με την πλερέζα κατεβασμένη χαμογελώντας.
- «Τί έκανες;» Αυτή ακριβώς την ερώτηση ήθελα να αποφύγω....
- «Τίποτα. Εσύ;» απάντησα αδιάφορα με το στόμα μου να κολλάει από τη σοκολάτα.
- «Πήρα δύο.» Είπε χαμογελώντας. «Νόμισα ότι άκουσα τουφεκιά....» άφησε να αιωρείται και έβγαλε τις φάσσες από την τσάντα. Δεν ήταν τυχαίο που την κουβαλούσε αυτός....
- «Τουφέκισα, αλλά μου είχε μαγαρίσει τη διόπτρα ζερβοκουτάλας!»
- «Μια χαρά είναι η διόπτρα. Έριξες καμμία να την ελέγξεις;»
- «Περίμενα να έρθεις μη διώξω τα πουλιά. Κάτσε να δεις!»
  Σήκωσα το όπλο, σημάδεψα μια πέτρα στα 30 μέτρα και πάτησα τη σκανδάλη σίγουρος για την αποτυχία μου. Η πέτρα αναπήδησε μπρος στα έκπληκτα μάτια μου και ο αδερφός μου ξέσπασε στα γέλια.
-«Της κοντής...της φταίνοι ζερβοκουτάλες. Πάω στοίχημα πως δεν υπολόγισες ότι σημάδευες ψηλά. Γιατί δε με ακούς;»
  Τι να ακούσω; «Βάλε καφέ και ξαναρίχτα. Είμαι όλος αυτιά.» Και το εννοούσα. Μέσα σε κείνο το δάσος, καθισμένος σε μια πέτρα, με παγωμένα πόδια, πάνω από τον αχνιστό καφέ έβαλα τις βάσεις για το κυνήγι με αεροβόλο. Ο αδερφός μου είχε γίνει προφέσορας! Ποδόλιβρες, ταχύτητες, μπανάνες, canting, lock-time, υπολογισμός αποστάσεων γέμισαν το κεφάλι μου. Το Sirocco μου φάνηκε πιο ωραίο! Έριξα μερικές βολές για να συνηθίσω το όπλο και την τροχιά της σφαίρας.
- «Είμαι έτοιμος. Πού πάμε τώρα;»
- «Πάμε καρτέρι για κουνέλια. Θα σου δείξω που θα κάτσεις. Εγώ θα πάω σε άλλο λαγούμι. Προσπάθησε να πας ήσυχα. Όχι όπως πριν! Είσαι τυχερός που είδες φάσσα με τόση φασαρία. Για την τεχνική στο περπάτημα στο δάσος θα τα πούμε άλλη φορά. Να κυνηγήσουμε και λίγο.»
  Δεν είπα τίποτα. Είχα ξεμείνει από εξυπνάδες, ίσως για πρώτη φορά. Ελπίζω να μην κρατήσει πολύ!
- «Πάμε.» είπα και σηκώθηκα. Είχε έρθει η ώρα να κυνηγήσω κουνέλια....στου Ρίτσαρντ!

  Το πτυσόμενο σκαμπουδάκι εκτός από άβολο είναι και κρύο. Δεν ξέρω αν έφταιγε το υλικό ή η βροχή που έπεφτε σιγανά. Μπορεί και τα οπίσθιά μου να είναι ευαίσθητα. Τα τρία του πόδια χωνόντουσαν σιγά-σιγά στο μαλακό χώμα και του έδιναν κλίση. Κάθε λίγο το ξέχωνα και ξανακαθόμουνα. Έβλεπα τις σταγόνες να κατρακυλούν πάνω στο Sirocco και πιανόταν η καρδιά μου. Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω! Στην αρχή το σκούπιζα, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι ήταν μάταιο. Ανασηκωνόμουνα συχνά και κουνιόμουνα στην προσπάθεια να βρώ μια πιό άνετη θέση. Η βροχή κυλούσε πάνω στο καπέλο και τη φόρμα και το παγωμένο νερό κατέληγε στο σκαμπό. Αναπολούσα τον άνετο δερμάτινο καναπέ του Χίλτον και τον αχνιστό καπουτσίνο, όπως στον καναπέ εκείνο θα αναπολώ το άβολο και κρύο σκαμπουδάκι στην αγγλική ύπαιθρο. Καλύτερα εδώ. Χίλιες φορές! Καθόμουνα πίσω από ένα θάμνο στο όριο του κτήματος μασουλώντας Minstrels και παραμόνευα τις κουνελότρυπες στην απέναντι πλαγιά στα 20 μέτρα. Ο αδελφός μου θα πήγαινε στην άλλη πλευρά πίσω από την αποθήκη όπου υπήρχε ένα μεγάλο λαγούμι. Στα αριστερά μου υπήρχε ένας φράχτης από θάμνους και μετά ένας χωματόδρομος. Από εκεί και μετά δεν είχαμε άδεια να κυνηγάμε.
- «Άμα δεις κανένα να περνάει κρύψου.» είπε ο αδελφός μου. «Δεν ξέρεις που μπορείς να μπλέξεις. Έχει εδώ κάτι μ#^%κες...»
  Τελικά αυτό το είδος έχει κατακλύσει τον πλανήτη. Κυρίαρχο! Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω θέμα. Εξ’άλλου με τέτοιο καιρό μόνο κανένας τρελλός θα έβγαινε έξω. Το βλέμα μου πήγαινε από την πλαγιά στα δέντρα και πίσω στην προσπάθεια να εντοπίσω κίνηση. Η ώρα περνούσε και το μυαλό μου άδειασε και ταξίδευε από ΄δω και από ΄κει. Σχεδόν δεν είδα το κουνέλι που εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα στα 60 μέτρα. Μπορεί και να ήταν εκεί ώρα και να μην το είχα πάρει είδηση. Περίεργο πράγμα το μυαλό του ανθρώπου... Μόλις το συνειδητοποίησα ανακάθισα. Σχεδόν αναπήδησα. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε και ένιωσα τα αγγεία μου να με καίνε. Το μικρό τετράποδο με τα μεγάλα αυτιά με είχε ανασύρει από την αναπόλησή μου σχεδόν βίαια. Η καρδιά μου άρχισε τα δικά της, οι κόρες μου άνοιξαν να ρουφήξουν περισσότερο φως και το βλέμα μου καρφώθηκε στην μικρή γκρίζα φιγούρα που κινιόταν με μικρά πηδηματάκια ανέμελα ανάμεσα στα δέντρα. Δε με είχε καταλάβει. Ήταν μακριά. Έπρεπε να περιμένω. Καλύτερα, γιατί χρειαζόμουν χρόνο να τιθασεύσω τα ένστικτά μου. Σηκώθηκα και ακούμπησα στο δέντρο μπροστά μου.  Πήρα βαθιές ανάσες και έφερα τη διόπτρα στο δεξί μου μάτι. Η μεγέθυνση θα μου επέτρεπε να απολαύσω τη στιγμή καλύτερα. Όμορφο ζώο, χαριτωμένο. Καθόλου περίεργο που τα λατρεύουν τα κοριτσάκια...
  Εγώ όμως δεν είμαι κοριτσάκι. Πίσω από το νηματοσταυρο προσπαθούσα να υπολογίσω την απόσταση. Μάλλον να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι μακριά. Το γυμνό μου δάχτυλο ακούμπησε την παγωμένη σκανδάλη πολλές φορές, αλλά δεν τράβηξα το πρώτο στάδιο. Ήταν μακριά. Στο μυαλό μου, ενώ περίμενα, πάτησα αυτή τη σκανδάλη πολλές φορές. Σχεδόν άκουσα τη σφαίρα να βρίσκει στόχο... Το κουνέλι δε συμμερίστηκε την αγωνία μου και απομακρύνθηκε. Συνέχισα να το παρακολουθώ μέχρι που χάθηκε. Σωριάστηκα στο σκαμνί που βυθίστηκε στο μαλακό χώμα με κλίση προς τα μπροστά. Δεν έδωσα σημασία. Έχωσα το χέρι στην τσέπη με τα Minstrels και άρχισα το χράτσα-χρούτσα, αλλά δεν πρόλαβα να ψαρέψω κανένα. Το κοφτό κακάρισμα του αρσενικού φασιανού στα αριστερά μου με πάγωσε. Είχε πλησιάσει όση ώρα ήμουν απασχολημένος με το κουνέλι. Δεν τόλμησα να κοιτάξω αμέσως. Ακούστηκε πολύ κοντά. Έβγαλα το χέρι προσεκτικά βρίζοντας από μέσα μου το υλικό συσκευασίας. Γύρισα αργά και προσεκτικά το κεφάλι. Είχα ξαναδεί αλλά δεν είχα χτυπήσει φασιανό. Συνήθως οι αγρότες τους εκτρέφουν και δεν θέλουν να τους χτυπάς. Ο Ρίτσαρντ όμως είναι σύμβουλος επενδύσεων... Ίσως είχε έρθει η ώρα.
  Το πολύχρωμο πουλί περπατούσε αμέριμνο σύρριζα στο θάμνο-φράχτη από τη μεριά του δρόμου. Σίγουρα δεν περίμενε ένα τρελλό Έλληνα με αεροβόλο να κρύβεται πίσω από τους αγγλικούς θάμνους μέσα στη βροχή. Ήταν γύρω στα 20 μέτρα. Έπρεπε να στρίψω αριστερά για να πάρω θέση βολής. Έτσι που είχε χωθεί το σκαμνί δεν μπορούσα να γυρίσω. Έπρεπε και το πουλί να περάσει το φράχτη προς εμένα. Βρισκόταν εκτός ορίων δικαιοδοσίας μου. Μόλις. Σηκώθηκα αργά όρθιος και έστριψα. Η βροχή που έπεφτε μαλάκωνε τους θορύβους. Δεν τον είχα ενοχλήσει. Δεν είχα δέντρο να ακουμπήσω, όμως ήταν αρκετά κοντά για να είμαι σίγουρος για ελεύθερη βολή στα όρθια. Περίμενα καθώς ο φασιανός συνέχισε να απομακρύνεται αργά με το σπαστό περπάτημα της κότας παράλληλα στο φράχτη. Κάθε φορά που σταματούσε ευχόμουν να περάσει στο δικό μου μέρος. Μάταια. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Κοίταξα γύρω-γύρω και δεν είδα κίνηση. Σήκωσα το Sirocco και έψαξα το φασιανό μέσα από τη διόπτρα. Αποφάσισα να του ρίξω αν μου έδινε σίγουρη βολή και να τον μαζέψω αμέσως εγκαταλείποντας την κρυψώνα μου προδίδοντας τη θέση μου στους πιθανούς μελλοντικους στόχους.
  Εντόπισα το κόκκινο του ματιού του ανάμεσα στα κλαδιά του θάμνου σχεδόν αμέσως. Η μικρή μεγεθυνση της διόπτρας βοηθά πολύ στο κυνήγι. Λίγα μέτρα πιό κάτω υπάρχει ένα άνοιγμα. Θα τον περίμενα να φτάσει εκεί. Τον ακολούθησα με τον σταυρό κολλημένο στη βάση του κεφαλιού του. Έτσι είχα μεγάλο περιθώριο για λάθος στον κάθετο άξονα. Λίγο πιό πάνω κεφάλι, λίγο πιό κάτω λαιμός. Καίρια σημεία και τα δύο. Πήρα το πρώτο στάδιο καθώς ο φασιανός εμφανίστηκε περήφανος στο άνοιγμα. Μόλις ίσιωσε τον λαιμό του πίεσα τη σκανδάλη.
  “Follow Through” μου είχε πει ο αδελφός μου. Εγώ νόμισα ότι εννοούσε να τρέξω να τον κυνηγήσω μετά τη βολή. Πριν την κουβέντα μας στο δάσος... Ήταν μοιραίο να εφαρμόσω και τις δύο ερμηνίες την ίδια μέρα. Έμεινα κολημένος στη διόπτρα και ορκίζομαι πως είδα τα φτερά στη ένωση κεφαλιού-λαιμού να κουνιούνται σαν από ελαφρύ αεράκι. Ακριβώς εκεί που σημάδευα. Το μεγάλο πουλί έπεσε επί τόπου και άρχισε να χτυπάει τα φτερά του στο χώμα. Εφαρμόζοντας τη δική μου άποψη του follow through έτρεξα προς το άνοιγμα. Ξάπλωσα στο μουσκεμένο χώμα και άπλωσα το χέρι του τιραμόλα μέσα από το θάμνο. Άρπαξα το φασιανό από το λαιμό και τον τράβηξα στη δικιά μου μεριά.
  Δεν έχω κάνει ειδικά μαθήματα, ούτε έχω φίλο ινδιάνο. Πάω στοίχημα όμως πως το χορό μου γύρω από το νεκρό πουλί μέσα στη βροχή κραδαίνοντας και φιλώντας το νέο μου όπλο θα τον ζήλευε και ο μεγαλύτερος χορευταράς Απάτσι! Τα είχα καταφέρει! Δε με ένοιαζε αν έδιωξα όλα τα πουλιά του δάσους και έστειλα όλα τα κουνέλια του κόσμου στα τρίσβαθα των λαγουμιών τους. Αυτή ήταν η στιγμή μου! Χόρεψα, φώναξα, χοροπήδηξα, γέλασα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ τη χαρά μου με κάποιον δικό μου. Μάξεψα το σκαμνί, πήρα το φασιανό αγκαλιά και έφυγα τρέχοντας για τον αδελφό μου. Έτσι και αλλιώς είχα καταστρέψει την κάλυψή μου.
  Καθώς πλησίαζα προς τον αδελφό μου άρχισα να κινούμαι προσεκτικά να μην του χαλάσω το καρτέρι. Με κατάλαβε και μου έκανε νόημα να πλησιάσω σιγά από δεξιά. Πήγα δίπλα του όσο σιγά μπορούσα.
- «Καλά που ήρθες. Άκουσα φασαρία. Θα σου κάνανε χαλάστρα.» μου ψιθύρισε χωρίς να πάρει τα μάτια του από το λαγούμι.
- «Εγώ ήμουνα!» του είπα σιγανά και του έδειξα το φασιανό. Πάω στοίχημα πως το χαμόγελό μου φαινόταν πίσω από την πλερέζα.
- «Μπράβο! Το μάτωσες το Sirocco τελικά! Και με τί θήραμα! Και σε ανώτερα!» Είχε χαρεί πραγματικά.
- «Εσύ τι έκανες?» ρώτησα.
- «Είχε κίνηση. Έχω πάρει τρία κουνέλια. Τώρα όμως έκοψαν. Θες να φύγουμε? Έχουμε γίνει λούτσα.»
- «Πάμε» του λέω.
  Σηκώθηκε και πήρε το φασιανό στα χέρια του να τον χαζέψει. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει, αλλά φυσούσε ένα παγωμένο αεράκι. Άφησα το βλέμα μου να περιπλανηθεί από το σημείο που έκανε καρτέρι ο αδελφός μου. Μπροστά του απλωνόταν μια επίπεδη έκταση με βουναλάκια από τις ανασκαφές των κουνελιών. Καμμιά σαρανταριά μέτρα στην ευθεία όλη και όλη. Μετά αρχίζαν βάτα. Άπλωσα το χέρι μου και πίεσα τον ώμο του αδελφού μου. Μέσα στα βάτα είχα δει μιά κίνηση.
- «Κουνέλι» του ψιθυρίζω. «Εκεί στα βάτα.» του έδειξα με το δάχτυλο.
- «Δεν το βλέπω. Είσαι σίγουρος? Ρίξ’του.»
  Και εγώ δεν ήμουν σίγουρος. Ήταν μια αμυδρή κίνηση. Ίσως η ιδέα μου. Η καρδιά μου ήταν πιό σίγουρη. Είχε αρχίσει τα δικά της. Έβγαλα την πλερέζα να με χτυπήσει ο κρύος αέρας στο πρόσωπο. Ενεργοποιείται έτσι ένα αντανακλαστικό που επιβραδύνει τη καρδιά. Σήκωσα το Sirocco και κοίταξα μέσα από τη διόπτρα. Δεν το είδα αμέσως. Έψαξα λίγο με τη διόπτρα και κατάφερα να ξεχωρίσω το κεφάλι του μέσα από τα κλαδιά. Είχε λουφάξει ακίνητο κοντά στο έδαφος και μας κοιτούσε. Εδώ δεν είχα περιθώρια λάθους. Πήρα βαθειά ανάσα και έβαλα το σταυρό ανάμεσα στα αυτιά. Υπολόγιζα την απόσταση λίγο περισσότερο από 40 μέτρα. Έδωσα 2 πόντους για πτώση. Πίεσα τη σκανδάλη σταδιακά. Ο πυροβολισμός τρόμαξε και εμένα τον ίδιο. Δεν κατάφερα να δω σίγουρα αν το χτύπησα. Ο ήχος όμως που ήρθε στα αυτιά μου από τα βάτα με έκανε να χαμογελάσω.
- «Το πήρες?» με ρώτησε.
- «Μάλλον. Πάμε να δούμε.»
- «Εκεί μέσα? Τρελλός είσαι? Να πας και άμα θες βοήθεια φώναξε. Εγώ πάω να μαξέψω τα δικά μου.»
  Χώθηκα μέσα στα βάτα μπουσουλώντας ενώ είχα αρχίσει να αμφιβάλω και εγώ για την ψυχική μου ισορροπία. Έψαξα όσο μπορούσα αλλά μόνο κουνελότρυπες βρήκα. Πάνω που ετοιμαζόμουνα να τα παρατήσω άκουσα γαλλικά από τον αδελφό μου. Ξεχώθηκα από τα βάτα και πήγα να τον βρω. Ήταν γονατισμένος πάνω στο λοφάκι μιας μεγάλης κουνελότρυπας και έσκαβε μανιασμένα το μαλακό χώμα με τα χέρια σα σκύλος μουρμουρίζοντας. Που και που έχωνε το κεφάλι του μέσα. Πάει, τού’στριψε! Ευτυχώς έχω μάθει πως να χειρίζομαι τέτοια άτομα.
- «Τί έγινε?» ρώτησα ήρεμα, καθησυχαστικά.
- «Το καπάκι!» μου πέταξε σκάβοντας. Είχε λαχανιάσει.
- «Σου έφυγε το καπάκι?» ρώτησα.
- «Άσε την πλάκα! Το καπάκι από το θερμός! Μου έπεσε στην τρύπα! Έπινα καφέ εδώ πάνω και σε παρακολουθούσα, όταν μου έπεσε από τα χέρια και κύλισε μέσα. Έχουν παγώσει τα χέρια μου, φόραγα και τα γάντια... Για δες αν το φτάνεις εσύ.»
  Έτσι εξηγείται! Το θερμός ήταν δώρο της Ναντίν. Χωρίς καθυστέρηση έπεσα στα τέσσερα και έχωσα το χέρι μου στην τρύπα. Τίποτα. Μόνο μια διακλάδωση και κατηφόρα. Το χώμα όμως ήταν μαλακο, αμμώδες.
- «Δεν πιάνω τίποτα. Δεν πάμε σπίτι να φέρουμε κάτι να σκάψουμε? Φαίνεται μαλακό.»
- «Πάμε. Να φέρουμε και τον Όσκαρ για βόλτα.»
  Πήραμε μόνο τα όπλα μαζί μας. Τα υπόλοιπα τα αφήσαμε στην αποθήκη. Πήγαμε σπίτι και γυρίσαμε με τον Όσκαρ, εργαλεία για την εκσκαφή και ένα φακό. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα ανοίγαμε την τρύπα να χωθώ μέσα με το κεφάλι ενώ ο αδελφός μου θα μου κρατούσε τα πόδια. Μόλις έπιανα το καπάκι θα με τραβούσε έξω.  Πιάσαμε δουλειά ενώ ο Όσκαρ έτρεχε τριγύρω. Είχαμε καταφέρει να ανοίξουμε την τρύπα αρκετά και ετοιμαζόμουνα να χωθώ όταν ακούσαμε τον Όσκαρ να γαυγίζει μέσα στα βάτα.
- «Τί έπαθε ο Όσκαρ?» ρώτησα τον αδελφό μου.
- «Κάτι βρήκε. Πάμε να δούμε.»
  Πλησιάσαμε και τον είδαμε να έχει στο στόμα του ένα κουνέλι και να το τινάζει. Θα το βρήκε μέσα στην κουνελότρυπα που χώθηκε πριν πεθάνει.
- «Στο είπα ότι το χτύπησα!» είπα. «Εδώ Όσκαρ! Φέρ’το εδώ!»
- «Δε θα μας το δώσει. Πρέπει να του το πάρουμε.»
  Τον κυνηγήσαμε, τον παρακαλέσαμε, τίποτα. Τελικά τον δελεάσαμε με σοκολάτα και του το πήραμε! Το πρώτο μου κουνέλι με το Sirocco ήταν στα χέρια μου σαλιωμένο και μασουλημένο από τον άσπονδο φίλο μου που καταβρόχθιζε το τελευταίο κομμάτι Galaxy. Τουλάχιστον θα έβλεπα που το χτύπησα. Κοίταξα ανάμεσα στα μάτια και είδα την πύλη εισόδου λίγο πάνω από το αριστερό μάτι. Μου είχε φύγει λίγο δεξιά. Όχι άσχημα για βολή στα 40 μέτρα όρθιος! Το βάλαμε πάνω σε ένα δέντρο να μην το πάρει ξανά. Θα το έτρωγε αλλά αργότερα.
  Χώθηκα με το φακό και ένα φτυαράκι μέσα στην τρύπα. Είδα το καπάκι ένα μέτρο δεξιά. Είπα στον αδελφό μου να με τραβήξει έξω και ξαναχώθηκα μέσα με ένα κλαδάκι. Έπιασα το καπάκι και με τράβηξε έξω. Όλα καλά!
  Ήμουνα άυπνος, βρεγμένος, παγωμένος, μέσα στο χώμα. Είχα κοντά μου τον αδελφό μου που χαμογελούσε, τον άσπονδο φίλο μου που με έβλεπε σαν παιχνίδι, μερικά νεκρά ζώα και ένα όπλο. Ποιός να είναι ο ορισμός της ευτυχίας? Εγώ ήμουν πάντως ευτυχισμένος! Εκείνο το παγωμένο πρωινό μπροστά στην ξεχειλωμένη κουνελότρυπα το ένιωσα. Είμαι σίγουρος. Από τότε έχουν ακολουηθήσει πολλά κυνήγια. Τα πενήντα στρέματα γίναν χιλιάδες. Τα όπλα γίναν πιό δυνατά, τα ζώα μεγάλωσαν και απέκτησαν κέρατα ή μεγάλα δόντια. Αλλά, αν με ρωτήσετε, εγώ θέλω να κάτσω πάλι σε κείνο το παγωμένο σκαμνί παρέα με το γυαλιστερό Sirocco και να σκουπίζω τη βροχή, έστω και χωρίς νόημα. Δε γίνεται όμως, από ότι έμαθα ο Ρίτσαρντ το πούλησε.

Συνεχιζεται....