Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Χιονισε στου Ριτσαρντ... (μερος 1ο)

Η ιστορια που ακολουθει, ειναι γραμμενη απο τον αδερφο μου. Εξιστορει μια επισκεψη του στην Αγγλια πριν πολλα χρονια, οταν ακομα ειχα μαλλια, φωτογραφικη μηχανη με φιλμ, χρονο και μονο δυο αεροβολα...



Η βαλίτσα έχασκε στο πάτωμα. Σε μιά γωνιά της είχα πετάξει σώβρακα, κάλτσες, τα ‘θερμοφάν’, μερικές μπλούζες.
- «Τί θα γίνει ρε μάνα, θα τα φέρεις; Θέλω να κλείσω επιτέλους!» Φώναξα.
- «Τώρα!» Ακούστηκε από την κουζίνα. «Είσαι σίγουρος παιδάκι μου ότι θα τα πάρεις όλα; Αν σε σταματήσουνε στο ‘τσεκ-ιν’ θα πληρώσεις μιά περιουσία.»
- «Μάνα μιά ζωή έτσι πάω. Τώρα θα με πιάσουν;»
  Τοποθέτησα τις πλαστικές σακούλες με τάξη για να τις πάρει όλες. Με το ζόρι. Η Samsonite ξεχείλιζε.
- «Βάλε ένα χεράκι πατέρα να κλείσει. Πάτα εκεί στη γωνία.»
- «Άμα δει η μάνα σου να πατάω...Ποιός μας σώνει!»
- «Πάτα τώρα μην έρθει!»
  Η βαλίτσα έκλεισε. Γύρισα και το συνδυασμό και πήγα να τη σηκώσω. Ασήκωτη! Σα να είχε δίκιο η μάνα μου. Αν με σταματήσουν θα μουρμουράει αιώνες!
- «Πάμε!» είπα. «Θα αργήσουμε!».
- «Μια ζωή τελευταία στιγμή! Άντε και να μου τους φιλήσεις και τους δυό!» με χαιρέτησε η μάνα μου.
 Μπήκα με τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το Ελληνικό. Θα πήγαινα στον αδερφό μου στην  Αγγλία μετά από πολύ καιρό. Είχα καμμιά δεκαπενταριά μέρες μέχρι να ξαναρχίσω το πανεπιστήμιο και θα πήγαινα να τον δω. Αυτή το φορά με σκοπό.

  Η συννενόηση είχε γίνει πρίν λίγες μέρες:
- «Έλα ρε θηρίο! Τα  κατάφερες; Ξεμπέρδεψες;». Ήταν το αδέρφι μου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν έρχεσαι καμμιά βόλτα τώρα που έχεις καιρό να γνωρίσεις και τη Ναντίν. Ευκαιρία είναι!»
  Διέκρινα ένα τόνο ανυπομονησίας και προσμονής στη φωνή του. Ήταν σημαντική για αυτόν. Από καιρό την είχε βάλει στο μάτι. Δεν την είχα γνωρίσει όμως ακόμα. Δεν έχασα την ευκαιρία!
- «Τί να έρθω; Έχω ξαναδεί τυφλή. Γιατρός είμαι» τον πείραξα.
- «Δεν αφήνεις την  πλάκα; Το πράμα είναι σοβαρό. Θα αρραβωνιαστούμε!»
- «Καλά δεν τη λυπήθηκες; Πρώτα να χάσει το φως της και τώρα αυτό...Τς, τς, τς! Έπρεπε να υπάρχουν νόμοι για αυτές τις περιπτώσεις. Σε τί κράτος πήγες να ζήσεις!»
- «Άσε τις αηδίες και κοίτα μη σου φύγει τίποτα στη μάνα! Μένουμε μαζί!»
- «Α, ώστε έτσι πουλάκι μου...ΜΑΝΑ»! φώναξα.
- «Καλά. Τότε να ακυρώσω την παραγγελία για το Sirocco... Κρίμα γιατί θα ερχότανε αύριο....»
- «Αγαπημένε μου αδελφέ! Θα έκανες κάτι τέτοιο στο αίμα σου; Αφού με ξέρεις. Εγώ τάφος! Πάω να κλείσω εισητήρια. Θα σε ξαναπάρω να σου πω πότε φτάνω.»

  Πλησίασα την κοπέλα στο ‘τσεκ-ιν’ φορώντας το καλύτερό μου χαμόγελο.
- «Ταξιδεύετε μόνος; Πόσες βαλίτσες έχετε;»
- «Μόνος. Βαλίτσα μία.»
  Το στόμα μου κόντευε να πάθει αγκύλωση και το δεξί μου χέρι είχε μακρύνει από το βάρος. Με μία επιτηδευμένα ανάλαφρη  κίνηση τοποθέτησα τη βαλίτσα στον ιμάντα-ζυγαριά προσέχοντας να πατάει και στο σίδερο....
- «Εικοσιεφτά κιλά! Είναι λίγο βαριά» μου είπε χαμογελώντας και ασχολήθηκε με την έκδοση της κάρτας επιβίβασης.
  Είχα κερδίσει. Στο σπίτι τη ζύγισα κοντά στα σαράντα. Και μου χαμογελούσε...
- «Βιβλία» της λέω. «Ξέρετε εμείς οι φοιτητές όλο βιβλία κουβαλάμε.»
- «Ξέρω. Και η αδερφή μου τα ίδια τραβάει!»
Πάτησε το κουμπί να φύγει η βαλίτσα, αλλά από το βάρος γυρνούσαν οι ρόδες της και δεν έφευγε! Είχε σκαλώσει στο ‘σίδερο’! Διακριτικά της δίνω μια γονατιά και ξεκίνησε! Η κοπέλα έσκυψε να δέσει το ταμπελάκι στη βαλίτσα, γύρισε, με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Καλό ταξίδι».
- «Ευχαριστώ» της λέω και γυρνάω στον πατέρα μου που κοίταζε με μάτια γουρλωμένα. Μου είχε δώσει και θέση μπροστά σε παράθυρο. Να δεις που θα βάλει να κάτσει δίπλα μου κανένα ‘μωρό’! Τι σου κάνει ένα χαμόγελο!
- «Πάμε» του λέω χαρούμενος. «Να ψωνίσω και κανένα δωράκι από τα αφορολόγητα.»

  Κοιτούσα τον χοντρό ηλικιωμένο κύριο που προσπαθούσε να χωρέσει στην καρέκλα δίπλα μου και συνειδητοποίησα πως τελικά υπάρχει μια παγκόσμια συνωμοσία στην τοποθέτηση των συνταξιδευτών μου στο αεροπλάνο. Ή θα είναι άνω των εξήντα ή θα ξεχειλίζουν από την καρέκλα. Στην προκειμένη περίπτωση και τα δύο. Θα μου πείτε άλλο Χόλυγουντ και άλλο Ολυμπιακή...(Να μην ακούσω σχόλια για το χαμόγελό μου!). Η μόνη μου ελπίδα ήταν να μην έχει φάει τίποτα...επικινδυνο. Η πτήση κατά τα άλλα ήταν ήρεμη. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε χωρίς να πέσει ούτε ένα χειροκρότημα, απόδειξη πως το ταξίδι με αεροπλάνο είναι πιά ρουτίνα ακόμα και για τους Έλληνες. Έφυγα από το αεροπλάνο αφήνοντας πίσω την τελευταία ελπίδα μου πεθαμένη (μάλλον από ρεβύθια).
  Ο ιμάντας γυρνούσε γεμάτος βαλίτσες και εγώ περίμενα υπομονετικά βρίζοντας την έτερη παγκόσμια συνωμοσία για την  παραλαβή της βαλίτσας μου. Βγήκα από τους τελευταίους και είδα τον αδερφό μου να χαμογελάει πλατιά. Είχαμε καιρό να βρεθούμε.
- «Άσε τις χαιρετούρες και πάρε τη βαλίτσα. Έχω το δεξί χέρι του Τιραμόλα!»
- «Τι κουβαλάς πάλι....»
- «Περπάτα μη σου πω καμμιά κουβέντα. Πού είναι το αυτοκίνητο;»
- «Στο πάρκινγκ, από’δω.»

Μετά από κάμποση ώρα σταματήσαμε μπροστά στο σπίτι.
- «Φτάσαμε...» είπε ο αδερφός μου αμήχανα. «Η Ναντίν έχει ετοιμάσει βραδυνό. Ελπίζω να πεινάς και...σεμνά!». Σαν αδελφός με ξέρει...
  Είχα φάει στο αεροπλάνο, αλλά δεν ήταν ώρα για λόγια. Η πόρτα άνοιξε, ο Όσκαρ πετάχτηκε έξω χοροπηδώντας και...δεν πίστευα στα μάτια μου! Να πάρει! Αυτές οι τυφλές Αγγλίδες είναι πολύ όμορφες!
- «Hello George», μου λέει με άψογη προφορά. «Welcome» και ανοίγει την αγκαλιά της.
- «Γκλάντ το μιτ γιού Ναντίν!» της λέω σε άπταιστα ελληνοαγγλικά και την αγκαλιάζω. Για τυφλή βλέπει πολύ καλά!
- «Στην προηγούμενη ζωή σου πρέπει να ήσουν κοπροσκούλικο», λέω στον αδερφό μου και μπαίνουμε στο σπίτι.
  Πήγα τη βαλίτσα κατευθείαν στην κουζίνα. Δεκατέσσερα δίλιτρα λάδι, όσπρια, μέλι, τσουρέκια...μέχρι που έμειναν σκόρπια τα λίγα ρούχα μου.
- «Αν δε μου δώσεις ρούχα να φοράω θα πασαλειφτώ λάδι και θα κυκλοφοράω γυμνός σαν τη νεράιδα».
- «Προκειμένου να μου χαλάσεις το λάδι θα σου δώσω. Πήγαινε να αφήσεις τη βαλίτσα πάνω και έλα στην τραπεζαρία.»
  Ανέβηκα στο δωμάτιό μου με τον Όσκαρ να χοροπηδάει γύρω μου και να με κοιτάει στα μάτια. Δάγκωνε με μανία το μπατζάκι του μοναδικού παντελονιού που είχα πάρει μαζί μου. Περίμενε να παίξουμε. Στο μυαλό του ήμουν κάτι σαν μεγάλο παιχνίδι με κίνηση. Την προηγούμενη φορά που είχα έρθει με είχε κατατάξει στον πάτο της οικογενειακής ιεραρχίας λίγο πιο πάνω από τα παπούτσια. Ίσως να έφταιγα και εγώ που του έκλεβα τα παιχνίδια και έτρεχα να κρυφτώ στην μπανιέρα ουρλιάζοντας και τον προκαλούσα να με βρει. Από όσο μπορούσα να καταλάβω δεν είχε αλλάξει γνώμη. Αυτά τα Smooth Fox Terrier έχουν διαβολεμένη μνήμη.
  Το γεύμα κύλησε όμορφα. Το φαγητό ήταν υπέροχο, η κουβέντα ευχάριστη και χαρούμενη όπως η οικοδέσποινα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο αδελφός μου με κοίταζε κάπως, αλλά χωρίς λόγο. Ήμουνα κύριος αν και το μάτι μου γυάλισε κάνα-δυό φορές. Το πράγμα ήταν σοβαρό.
  Μετά το επιδόρπιο η Ναντίν πήγε για ύπνο και έμεινα μόνος με τον αδελφό μου στο σαλόνι. Ήρθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή του:
- «Πού είναι;» του λέω.
- «Ποιός;» μου κάνει αδιάφορα.
- «Ο πάπας! Μη μου κάνεις τον δύσκολο! Φέρ’το να το πιάσω μην αρχίσω να ουρλιάζω και ξυπνήσει η Ναντίν». Είχα και εγώ τα όπλα μου...
- «Α! Το Sirocco; Ξέχασα να σου πω. Θα έρθει την άλλη βδομάδα....»
- «Αν δε μου πεις που είναι αρχίζω τα ουρλιαχτά!»
- «Καλά. Κάθεσαι πάνω του τόση ώρα. Βάλε το χέρι σου κάτω από τον καναπέ.»
  Δε χρειαζόταν να μου πει άλλα. Είχα ήδη συνάψει σχέσεις με το χαλί και άρχισα να ψαχουλεύω κάτω από τον καναπέ ώσπου το έπιασα. Το είχε βάλει μέσα σε ‘κάλτσα’ μόνο και μόνο να παρατείνει την αγωνία μου! Τον κοίταξα αυστηρά ενώ αυτός κοιτούσε το ταβάνι δήθεν αδιάφορα. Ήθελα να σκίσω την κάλτσα σαν περιτύλιγμα παιδικού παιχνιδιού. Έλυσα το κορδονάκι, έβαλα το χέρι μου μέσα και το έβγαλα. Το φως γυάλιζε πάνω στο σκούρο μέταλλο και το κοντάκι από καρυδιά μου θύμιζε την τραπεζαρία που είχε βάλει στο μάτι η μάνα μου. Αυτή με τα γλυκά νερά και την αλμυρή τιμή. Είχε βάλει πάνω και την Simmons WTC 1.5-5Χ20 που ήξερα. Το όπλο είναι μικρό και πανέμορφο.
- «Ουάου!!!»
- «Μη φωνάζεις! Θα ξυπνήσει η Ναντίν!»
- «Είναι τέλειο!» ψιθύρισα.
- «Έχει σύστημα gas-ram, shrouded barrel,…»
- «Δε με χέζεις; Σφαίρες πού έχει;»
- «Δε γίνεται τώρα. Το έχω όμως μηδενίσει στα 30 μέτρα. Είμαστε έτοιμοι για αύριο!»
  Τί αύριο! Δεν έχει πάει σχολείο; “Ποτέ μην αναβάλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα”. Έδειξα χαρακτήρα.
- «Και πού θα πάμε;» ρώτησα δήθεν αδιάφορα.
- «Στου Ρίτσαρντ! Τον έχω πάρει τηλέφωνο.» 

  Ο Ρίτσαρντ είναι φίλος του αδερφού μου. Θα έλεγα ότι έχει κλασικό αγγλικό παρουσιαστικό. Σαραντάρης, ψηλός, αδύνατος, ξερακιανός. Για τη γυναίκα του δεν θυμάμαι πολλά, μιά και την έχω δει μόνο μια φορά. Μόνο ότι τη λένε Νίκη. Έχει επίσης δύο γιούς και δύο αξιολάτρευτες κόρες. Τον Jasper, τον Harvey, την Florence και την Daisy. Έχει και ένα σκύλο τον Γκας, κολλητό του άσπονδου φίλου μου του Όσκαρ. Αν θυμάμαι καλά είναι σύμβουλος επενδύσεων ή κάτι τέτοιο (ο Ρίτσαρντ, όχι ο Γκας). Μένει σε ένα δυόροφο σπίτι και πιστεύω ότι το μεγάλο τζιπ που είναι συνήθως παρκαρισμένο μπροστά είναι δικό του.
  Α! Παραλίγο να το ξεχάσω! Το σπίτι είναι χτισμένο στην άκρη ενός κτήματος περίπου 50 στρεμάτων που περιλαμβάνει και τμήμα από ένα δάσος 350 στρεμάτων. Μόνο ένα μικρό κομμάτι μπροστά στο σπίτι είναι φροντισμένο γρασίδι. Γύρω από το γρασίδι έχει φτέρες οι οποίες έχουν φυτρώσει πάνω σε τρύπες! Μέσα σε αυτές τις τρύπες ζουν πολλά μικρά τριχωτά ζωάκια με μεγάλα αυτιά. Στα δέντρα που αρχίζουν μετά τις φτέρες κάθονται κάτι μεγάλα περιστέρια και κοράκια. Μερικές φορές γκρίζα σκιουράκια τρέχουν πάνω στα δέντρα. Τα σύνορα μέσα στο δάσος δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, οπότε θα μπορούσε κάποιος που δεν είναι ντόπιος να μπερδευτεί και να περιλανηθεί και στο υπόλοιπο δάσος...
  Σε αυτό το δάσος ήμουνα όταν αισθάνθηκα κάτι ζεστό και γλοιώδες να περιφέρεται στο πρόσωπό μου. Προσπάθησα να το διώξω χωρίς αποτέλεσμα. Άνοιξα τα μάτια μου και... είδα τον Όσκαρ να χαμογελάει θριαμβευτικά! Θα πρέπει να μιλήσω στον αδερφό μου για το σκύλο του. Αν θέλει να κοιμάται μέσα στη βαλίτσα μου θα πρέπει τουλάχιστον να πλένει τα δόντια του πριν πάει για ύπνο. Σκούπισα τα σάλια με την παλάμη μου και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 5:30, σχεδόν πρωί! Ο ήλιος θα αργούσε ακόμα να βγει, αλλά ένα καλό πρωινό είναι το καλύτερο ξεκίνημα για μια μέρα. Ίδίως όταν η φασαρία θα ξυπνήσει τον αδερφό σου να πας κυνήγι. Ήξερα ότι στον παραμικρό θόρυβο θα πεταγόταν πάνω και θα ερχόταν τρέχοντας στην κουζίνα. Υπήρχε ο κίνδυνος να ενοχλήσουμε την Ναντίν...Σαν αδερφός τον ξέρω... Πραγματικά δεν πρόλαβε να μου ξεφύγει η πόρτα από το ντουλάπι του καφέ και ο αδερφός μου εμφανίστηκε στην πόρτα με το σώβρακο.
- «Σσσσς!!! Τρελλός είσαι? Θα ξυπνήσεις την Ναντίν! Ξέρεις τί ώρα είναι?»
- «Πεντέμιση. Φτιάχνω καφέ. Έλα.»
- «Από τώρα? Ξημερώνει στις εφτάμιση. Τι ξύπνησες τόσο νωρίς!»
  Η αλήθεια είναι ότι είχαμε καθήσει μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ.
- «Δε φταίω εγώ. Να μάθεις το σκύλο σου να διαβάζει το ρολόι καλύτερα. Αν ξαναπάς για ύπνο θα ξυπνήσεις τη Ναντίν. Φέρε τις φόρμες να ετοιμαστούμε.»
  Έφυγε μουρμουρίζοντας κάτι για την τύχη του μέσα και ξαναήρθε με τις φόρμες παραλλαγής. Παντελόνι, σακάκι, γάντια, καπέλο, πλερέζα όλα σε άψογη αγγλική παραλλαγή.
- «Το σώβρακό μου είναι άσπρο, πειράζει?» τον πείραξα και του έδωσα το φλυτζάνι με τον καφέ.
- «Όρεξη έχεις πρωί-πρωί...». Ήπιε μια γουλιά και πήγε να ανοίξει την πόρτα να μπει ο Όσκαρ μέσα. « Έχει ‘τσαφ’. Πρέπει να έχει κρύο σήμερα.»
  Αρχίσαμε να ντυνόμαστε (τις πλερέζες θα τις βάζαμε όταν φτάναμε για να μην τρομάζουν οι περαστικοί!). Με τα θερμοφάν ήμασταν σαν καουμπόηκες καρικατούρες από το Λούκη-Λούκ.
- «Είσαι σίγουρος ότι θα βάλω αυτά τα ρούχα?»
- «Ναι. Εμένα δεν μου κάνουν πια.»
  Ήμουνα σαν την Αλίκη στο ναυτικό όταν φόρεσε τη στολή για να μην την αναγνωρισει ο Ναύαρχος-Κωσταντάρας.
- «Δεν μπορώ να πω, άνετα είναι. Την άλλη φορά όμως να τα πλύνεις στο καυτό.»
- «Αν δε σου αρέσουν βγάλτα και πάρε ένα δίλιτρο λάδι. Αλλά μπορεί να πάθεις κανένα κρυοπάγημα, ξέρεις πού...» και έδειξε χαμηλά...
  Χα! Χα! Γελάσαμε. Που τη βρίσκει την όρεξη πρωί-πρωί!
 - «Έλα, πάμε. Να φτάσουμε νύχτα να προλάβουμε τις φάσσες.» είπε και σηκώθηκε.
  Το κόλπο ήταν να φτάσουμε πριν ξημερώσει. Μπαίνουμε στο δάσος προσεχτικά και κοιτάμε για φάσσες στα γυμνά δέντρα καθώς χαράζει. Κοιμούνται πάνω στα κλαδιά και φαίνονται σα μικροί μαύροι όγκοι με φόντο τον ουρανό. Οι βολές πρέπει να γίνουν σχεδόν κάθετα. Συνήθως παίρνουμε μια-δυό πριν ξυπνήσουν και πετάξουν.
  Έξω το κρύο ξύριζε. Έψαξα στις τσέπες μου να σιγουρευτώ για τα ‘πυρομαχικά’. Οι δύο Galaxy και το σακουλάκι με τα Minstrels ήταν στην δεξιά και την αριστερή τσέπη του σακακιού. Οι σοκολάτες είναι απαραίτητο συμπλήρωμα. Χωρίς αυτές το κυνήγι στην Αγγλία μου φαίνεται μισό. Το ψαχούλεμα στην τσέπη και το χράτσα-χρούτσα της συσκευασίας δε βοηθάει στο καρτέρι, αλλά μερικά πράγματα δεν κόβονται.
- «Περίμενε λίγο.» μου λέει και παίρνει από το πορτ-παγκαζ ένα μπουκαλάκι και μια ξύστρα.
- «Τί είναι αυτά?» τον ρωτάω.
- «Για τον πάγο.» Αρχίζει να ψεκάζει το παρ-μπριζ και μετά να το ξύνει.
  Είναι τρελοί αυτοί οι άγγλοι! Κάθονται και ξύνουν τζάμια αχάραγα στο κρύο! Έψαξα στην τσέπη μου για κανένα κέρμα, αλλά δεν είχα. Κρίμα.
- «Έχεις ταλέντο! Είσαι για Κηφισίας και Αλεξάντρας γωνία. Χαραμίζεσαι εδώ στην ερημιά. Με λίγο ηλιοθεραπεία θα κάνεις μεγάλη καριέρα!»
  Δεν πρέπει να το κατάλαβε και μου έκανε νόημα να μπούμε μέσα. Μάλλον έχει καιρό να οδηγήσει στην Αθήνα. Έβαλε μπροστά, άνοιξε τη ζέστη στο φουλ και ξεκίνησε προσεκτικά. Η διαδρομή θα διαρκούσε καμμιά εικοσαριά λεπτά.
- «Να τραβάς την σκανδάλη γλυκά και να προσέχεις το “canting”.» μου λέει σοβαρά.
- «Χα! Δεν ξέρεις με ποιόν μιλάς! Μιλάμε για την μετενσάρκωση του Vasili Zaitsev
- «Αν δε με ακούσεις, στο γυρισμό θα μιλάω με την προσωποποίηση του Βασιλάκη Καΐλα.» Με έκοψε. «Και μην ξεχνάς το follow through
  Όλα αυτά κάτι μου θυμίζανε, αλλά αμυδρά. Μου τα έχει πει πολλές φορές και μου τα ξαναείπε χθες το βράδυ, αλλά εγώ κρατούσα το Sirocco…. Είπε και άλλα. Ο αέρας στο πρόσωπο, αργά και ήσυχα... Το μυαλό μου όμως ήταν κολλημένο στο Sirocco. Όπως θα κολούσε το δάχτυλό μου στην παγωμένη σκανδάλη.
  Σταματήσαμε δίπλα στο φράχτη στη μια άκρη του κτήματος κοντά στη μικρή αποθήκη. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Θα πηδούσαμε εδώ το φράχτη για να μπούμε, μην ξυπνήσουμε τον Γκας. Στην αποθήκη θα αφήναμε τις θήκες, θα καταστρώναμε το τελικό σχέδιο και θα βάζαμε τις πλερέζες. Πάτησα το σύρμα με το χέρι μου και πέρασε ο αδερφός μου με τα  πράγματα. Άκουσα τα βήματά του στο παγωμένο γρασίδι να ξεμακραίνουν για την αποθήκη. Ήταν η σειρά μου να πηδήξω. Πέρασα το δεξί μου πόδι πάνω από το σύρμα και πάτησα τη γαλότσα μέσα. Με ένα μικρό πηδηματάκι μετέφερα το βάρος μου και σήκωσα ψηλά το αριστερό μου πόδι. Παιχνιδάκι! Έκανα δυό βήματα όταν ένα αόρατο χέρι μου άρπαξε το δεξί πόδι και έπεσα. Το βρετανικό σύρμα άκουσε γαλλικές λέξεις μέσα στην παγωμένη αγγλική νύχτα. Σηκώθηκα και πήγα στην αποθήκη.
- «Καλύτερα να κρεμάσεις κουδούνια!»
- «Δε φταίω εγώ! Το κ#^*σύρμα μπλέχτηκε στο πόδι μου.»
- «Έτοιμάσου να ξεκινήσουμε.»
  Πήρα ένα κουτάκι Accupell και τις έχυσα στο χέρι μου.
- «Φτάνουνε?»
- «Τί θα τις κάνεις όλες αυτές?»
- «Να μην κάνω και λίγο σημάδι? Για να μάθω το όπλο....»
- «Κάνε ό,τι θες, μόνο τελείωνε.»
  Πήρα λίγες ακόμα από το άλλο κουτί και τις έριξα στην τσέπη μου. Καλύτερα να περισσέψουνε.  Έβαλα την πλερέζα και έβγαλα το όπλο από τη θήκη. Κρέμασα το πτυσόμενο σκαμπουδάκι στον ώμο. Ποίημα! Ήμουνα έτοιμος! Σήμερα το Sirocco θα δοκιμαζόταν... στου Ρίτσαρντ.

  Τελικά οι γαλότσες δεν είναι τα καταλληλότερα παπούτσια για κυνήγι τον Ιανουάριο στην Αγγλία. Οι Lakeland που είχα πάρει προσφορά στο Sainsburys σίγουρα δεν ήταν φτιαγμένες για κρύο. Παρ’όλες τις διπλές κάλτσες τα πόδια μου θα μπορούσαν να ανήκουν σε πιγκουίνο. Ήταν όμως πράσινες και ταίριαζαν με την παραλλαγή. Η σόλα ήταν σκληρή και μάζευε λάσπη. Με κάθε βήμα ένιωθα πως έκανα προπόνηση για αστροναύτης. Ήταν τουλάχιστον αδιάβροχες, εκτός και αν έπεφτες στο βάλτο και χωνόσουνα στη λάσπη μέχρι το γόνατο.
  Προχωρούσα αργά στο μονοπάτι που πήγαινε από το κάτω μέρος του κτήματος. Ο αδελφός μου ακολουθούσε το άλλο που παιρνούσε από μέσα. Μας χώριζαν καμμιά πενηνταριά μέτρα. Θα κάναμε μία αργή πορεία γύρω στα χίλια μέτρα κάτω από τα δέντρα και θα συναντιόμασταν στην άλλη άκρη να συνενοηθούμε για μετά. Τώρα κυνηγούσαμε φάσσες. Κοιτούσα με προσοχή τα γυμνά κλαδιά μήπως αναγνωρίσω τον γνώριμο όγκο με φόντο το αμυδρό φως του ουρανού. Είχε αρχίσει να αχνοφέγγει. Σε κάθε μου βήμα πρόσεχα, αλλά συνεχώς πατούσα κλαδάκια που έσπαγαν σαν πασχαλιάτικες στρακαστρούκες και πρόδιδαν τη θέση μου. Από την άλλη μεριά ησυχία. Πως το κάνει ο π.... Στο μυαλό μου έρχεται ο ιποππόταμος  του Disney που χορεύει μπαλέτο με περισσή χάρη. Συνέχισα την πορεία μου κοιτώντας ψηλά. Πάγωσα. Όχι από το κρύο. Στο μπροστινό δέντρο μια σκοτεινή μπάλα διαγραφόταν σε περίπου 30μ. Τέλεια! Η καρδιά μου χόρευε σάμπα και μαζί της τα χέρια μου. Πήρα βαθειές ανάσες να ελέγξω το ρυθμό. Έβαλα το Sirocco στον ώμο και ο δείκτης μου έσπρωξε μαλακά την ασφάλεια και αγκάλιασε την παγωμένη σκανδάλη. Εντόπισα τη φάσσα μέσα από τη Simmons στο Χ3 να χορεύει πίσω από το σταυρό. Έβαλα το σταυρό στη βάση του λαιμού. Πήρα βαθιά ανάσα, σταθεροποιήθηκα και πήρα το πρώτο στάδιο της σκανδάλης. Η τουφεκιά έσκισε την ησυχία  σαν κεραυνός.
  ‘Ποτέ μην κάνεις χειραψία με αριστερόχειρα’, θυμάμαι πως είχα ακούσει παλιά σε ένα γουέστερν. Δεν περίμενα ότι η φράση αυτή θα έβρισκε εφαρμογή στην παγωμένα αγγλική επαρχία παραλλαγμένη: ‘Ποτέ μην αφήνεις αριστερόχειρα να σου μηδενίσει τη διόπτρα’! Μα ήταν 30 μέτρα! Μου είπε ότι τη μηδένισε στα 30! Κοτζάμ πουλί να αστοχήσω! Εκτόξευσα από μέσα μου ό,τι γαλλικό ήξερα για αριστερά και ζερβά και έβγαλα και καινούρια! Βλέπετε δεν ήξερα τότε ότι άλλο 30 μέτρα ευθεία μπροστά και άλλο με 60 μοίρες κλίση προς τα πάνω... Για να πω την αλήθεια με πείραξε που έχασα τη φάσσα. Το χειρότερο όμως ήταν πως θα είχε ακούσει την τουφεκιά. Τι να του πω, πως έκανα σημάδι νυχτιάτικα?  Και σαν να μην έφτανε αυτό άκουσα μια τουφεκιά που συνοδευόταν από το χαρακτηριστικό πνιχτό θόρυβο της σφαίρας που βρίσκει το στόχο. Έπρεπε να ρεφάρω.
  Έσπασα την κάνη, έβγαλα μια Accupell από το στόμα και γέμισα. Πήρα βαθειά ανάσα και άρχισα να προχωράω με όλες τις αισθήσεις μου τεντωμένες. Ο ουρανός είχε γίνει πιο φωτεινός και μπορούσα να προχωρήσω πιο γρήγορα. Ήταν πιο εύκολο να ελέγξω τα δέντρα, αλλά και για τις φάσσες ερχόταν η ώρα να ξυπνήσουν. Πήδηξα πάνω από πεσμένα δέντρα, απέφυγα τον βάλτο και εντόπισα άλλη μία εκατό μέτρα μπροστά-δεξιά. Πλησίασα σιγά σιγά προσπαθώντας να κρύβομαι πίσω από κάποιο δέντρο. Ήθελα λίγο ακόμα για να σιγουρευτώ. Έφτασα πίσω από ένα κορμό και αποφάσισα ότι είχα πλησιάσει αρκετά. Έβγαλα μπροστά το αριστερό μου πόδι και έριξα το βάρος μπροστά για να ξεμυτήσω. Το κλαδάκι που έσπασε κάτω από την αριστερή μου γαλότσα έκανε περισσότερο θόρυβο από την ενοχλημένη φάσσα που πέταξε. Στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον. Τη φάσσα δεν την είδα να πετάει γιατί είχα κλείσει τα μάτια μου στην γκριμάτσα που μου έφερε ο ήχος από το κλαδί που έσπασα.
  Είχα σχεδόν φτάσει στο τέλος της διαδρομής μου. Διέσχισα τα τελευταία μέτρα και κάθισα σε μία πέτρα να περιμένω. Έβγαλα την πλερέζα να ανασάνω. Αποφάσισα να πνίξω τον πόνο μου στη σοκολάτα και έβγαλα τη μία Galaxy από την τσέπη και έκοψα ένα μεγάλο κομμάτι. Ο αδελφός μου είχε το θερμός με τον καφέ. Δεν είχα προλάβει να φάω τη μισή όταν άκουσα άλλη μία τουφεκιά που συνοδευόταν από τον γνώριμο ήχο.... 2-0! Έκοψα άλλο ένα μεγάλο κομμάτι. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω την τελευταία μπουκιά όταν εμφανίστηκε ο αδελφός μου με την πλερέζα κατεβασμένη χαμογελώντας.
- «Τί έκανες;» Αυτή ακριβώς την ερώτηση ήθελα να αποφύγω....
- «Τίποτα. Εσύ;» απάντησα αδιάφορα με το στόμα μου να κολλάει από τη σοκολάτα.
- «Πήρα δύο.» Είπε χαμογελώντας. «Νόμισα ότι άκουσα τουφεκιά....» άφησε να αιωρείται και έβγαλε τις φάσσες από την τσάντα. Δεν ήταν τυχαίο που την κουβαλούσε αυτός....
- «Τουφέκισα, αλλά μου είχε μαγαρίσει τη διόπτρα ζερβοκουτάλας!»
- «Μια χαρά είναι η διόπτρα. Έριξες καμμία να την ελέγξεις;»
- «Περίμενα να έρθεις μη διώξω τα πουλιά. Κάτσε να δεις!»
  Σήκωσα το όπλο, σημάδεψα μια πέτρα στα 30 μέτρα και πάτησα τη σκανδάλη σίγουρος για την αποτυχία μου. Η πέτρα αναπήδησε μπρος στα έκπληκτα μάτια μου και ο αδερφός μου ξέσπασε στα γέλια.
-«Της κοντής...της φταίνοι ζερβοκουτάλες. Πάω στοίχημα πως δεν υπολόγισες ότι σημάδευες ψηλά. Γιατί δε με ακούς;»
  Τι να ακούσω; «Βάλε καφέ και ξαναρίχτα. Είμαι όλος αυτιά.» Και το εννοούσα. Μέσα σε κείνο το δάσος, καθισμένος σε μια πέτρα, με παγωμένα πόδια, πάνω από τον αχνιστό καφέ έβαλα τις βάσεις για το κυνήγι με αεροβόλο. Ο αδερφός μου είχε γίνει προφέσορας! Ποδόλιβρες, ταχύτητες, μπανάνες, canting, lock-time, υπολογισμός αποστάσεων γέμισαν το κεφάλι μου. Το Sirocco μου φάνηκε πιο ωραίο! Έριξα μερικές βολές για να συνηθίσω το όπλο και την τροχιά της σφαίρας.
- «Είμαι έτοιμος. Πού πάμε τώρα;»
- «Πάμε καρτέρι για κουνέλια. Θα σου δείξω που θα κάτσεις. Εγώ θα πάω σε άλλο λαγούμι. Προσπάθησε να πας ήσυχα. Όχι όπως πριν! Είσαι τυχερός που είδες φάσσα με τόση φασαρία. Για την τεχνική στο περπάτημα στο δάσος θα τα πούμε άλλη φορά. Να κυνηγήσουμε και λίγο.»
  Δεν είπα τίποτα. Είχα ξεμείνει από εξυπνάδες, ίσως για πρώτη φορά. Ελπίζω να μην κρατήσει πολύ!
- «Πάμε.» είπα και σηκώθηκα. Είχε έρθει η ώρα να κυνηγήσω κουνέλια....στου Ρίτσαρντ!

  Το πτυσόμενο σκαμπουδάκι εκτός από άβολο είναι και κρύο. Δεν ξέρω αν έφταιγε το υλικό ή η βροχή που έπεφτε σιγανά. Μπορεί και τα οπίσθιά μου να είναι ευαίσθητα. Τα τρία του πόδια χωνόντουσαν σιγά-σιγά στο μαλακό χώμα και του έδιναν κλίση. Κάθε λίγο το ξέχωνα και ξανακαθόμουνα. Έβλεπα τις σταγόνες να κατρακυλούν πάνω στο Sirocco και πιανόταν η καρδιά μου. Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω! Στην αρχή το σκούπιζα, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι ήταν μάταιο. Ανασηκωνόμουνα συχνά και κουνιόμουνα στην προσπάθεια να βρώ μια πιό άνετη θέση. Η βροχή κυλούσε πάνω στο καπέλο και τη φόρμα και το παγωμένο νερό κατέληγε στο σκαμπό. Αναπολούσα τον άνετο δερμάτινο καναπέ του Χίλτον και τον αχνιστό καπουτσίνο, όπως στον καναπέ εκείνο θα αναπολώ το άβολο και κρύο σκαμπουδάκι στην αγγλική ύπαιθρο. Καλύτερα εδώ. Χίλιες φορές! Καθόμουνα πίσω από ένα θάμνο στο όριο του κτήματος μασουλώντας Minstrels και παραμόνευα τις κουνελότρυπες στην απέναντι πλαγιά στα 20 μέτρα. Ο αδελφός μου θα πήγαινε στην άλλη πλευρά πίσω από την αποθήκη όπου υπήρχε ένα μεγάλο λαγούμι. Στα αριστερά μου υπήρχε ένας φράχτης από θάμνους και μετά ένας χωματόδρομος. Από εκεί και μετά δεν είχαμε άδεια να κυνηγάμε.
- «Άμα δεις κανένα να περνάει κρύψου.» είπε ο αδελφός μου. «Δεν ξέρεις που μπορείς να μπλέξεις. Έχει εδώ κάτι μ#^%κες...»
  Τελικά αυτό το είδος έχει κατακλύσει τον πλανήτη. Κυρίαρχο! Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω θέμα. Εξ’άλλου με τέτοιο καιρό μόνο κανένας τρελλός θα έβγαινε έξω. Το βλέμα μου πήγαινε από την πλαγιά στα δέντρα και πίσω στην προσπάθεια να εντοπίσω κίνηση. Η ώρα περνούσε και το μυαλό μου άδειασε και ταξίδευε από ΄δω και από ΄κει. Σχεδόν δεν είδα το κουνέλι που εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα στα 60 μέτρα. Μπορεί και να ήταν εκεί ώρα και να μην το είχα πάρει είδηση. Περίεργο πράγμα το μυαλό του ανθρώπου... Μόλις το συνειδητοποίησα ανακάθισα. Σχεδόν αναπήδησα. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε και ένιωσα τα αγγεία μου να με καίνε. Το μικρό τετράποδο με τα μεγάλα αυτιά με είχε ανασύρει από την αναπόλησή μου σχεδόν βίαια. Η καρδιά μου άρχισε τα δικά της, οι κόρες μου άνοιξαν να ρουφήξουν περισσότερο φως και το βλέμα μου καρφώθηκε στην μικρή γκρίζα φιγούρα που κινιόταν με μικρά πηδηματάκια ανέμελα ανάμεσα στα δέντρα. Δε με είχε καταλάβει. Ήταν μακριά. Έπρεπε να περιμένω. Καλύτερα, γιατί χρειαζόμουν χρόνο να τιθασεύσω τα ένστικτά μου. Σηκώθηκα και ακούμπησα στο δέντρο μπροστά μου.  Πήρα βαθιές ανάσες και έφερα τη διόπτρα στο δεξί μου μάτι. Η μεγέθυνση θα μου επέτρεπε να απολαύσω τη στιγμή καλύτερα. Όμορφο ζώο, χαριτωμένο. Καθόλου περίεργο που τα λατρεύουν τα κοριτσάκια...
  Εγώ όμως δεν είμαι κοριτσάκι. Πίσω από το νηματοσταυρο προσπαθούσα να υπολογίσω την απόσταση. Μάλλον να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι μακριά. Το γυμνό μου δάχτυλο ακούμπησε την παγωμένη σκανδάλη πολλές φορές, αλλά δεν τράβηξα το πρώτο στάδιο. Ήταν μακριά. Στο μυαλό μου, ενώ περίμενα, πάτησα αυτή τη σκανδάλη πολλές φορές. Σχεδόν άκουσα τη σφαίρα να βρίσκει στόχο... Το κουνέλι δε συμμερίστηκε την αγωνία μου και απομακρύνθηκε. Συνέχισα να το παρακολουθώ μέχρι που χάθηκε. Σωριάστηκα στο σκαμνί που βυθίστηκε στο μαλακό χώμα με κλίση προς τα μπροστά. Δεν έδωσα σημασία. Έχωσα το χέρι στην τσέπη με τα Minstrels και άρχισα το χράτσα-χρούτσα, αλλά δεν πρόλαβα να ψαρέψω κανένα. Το κοφτό κακάρισμα του αρσενικού φασιανού στα αριστερά μου με πάγωσε. Είχε πλησιάσει όση ώρα ήμουν απασχολημένος με το κουνέλι. Δεν τόλμησα να κοιτάξω αμέσως. Ακούστηκε πολύ κοντά. Έβγαλα το χέρι προσεκτικά βρίζοντας από μέσα μου το υλικό συσκευασίας. Γύρισα αργά και προσεκτικά το κεφάλι. Είχα ξαναδεί αλλά δεν είχα χτυπήσει φασιανό. Συνήθως οι αγρότες τους εκτρέφουν και δεν θέλουν να τους χτυπάς. Ο Ρίτσαρντ όμως είναι σύμβουλος επενδύσεων... Ίσως είχε έρθει η ώρα.
  Το πολύχρωμο πουλί περπατούσε αμέριμνο σύρριζα στο θάμνο-φράχτη από τη μεριά του δρόμου. Σίγουρα δεν περίμενε ένα τρελλό Έλληνα με αεροβόλο να κρύβεται πίσω από τους αγγλικούς θάμνους μέσα στη βροχή. Ήταν γύρω στα 20 μέτρα. Έπρεπε να στρίψω αριστερά για να πάρω θέση βολής. Έτσι που είχε χωθεί το σκαμνί δεν μπορούσα να γυρίσω. Έπρεπε και το πουλί να περάσει το φράχτη προς εμένα. Βρισκόταν εκτός ορίων δικαιοδοσίας μου. Μόλις. Σηκώθηκα αργά όρθιος και έστριψα. Η βροχή που έπεφτε μαλάκωνε τους θορύβους. Δεν τον είχα ενοχλήσει. Δεν είχα δέντρο να ακουμπήσω, όμως ήταν αρκετά κοντά για να είμαι σίγουρος για ελεύθερη βολή στα όρθια. Περίμενα καθώς ο φασιανός συνέχισε να απομακρύνεται αργά με το σπαστό περπάτημα της κότας παράλληλα στο φράχτη. Κάθε φορά που σταματούσε ευχόμουν να περάσει στο δικό μου μέρος. Μάταια. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Κοίταξα γύρω-γύρω και δεν είδα κίνηση. Σήκωσα το Sirocco και έψαξα το φασιανό μέσα από τη διόπτρα. Αποφάσισα να του ρίξω αν μου έδινε σίγουρη βολή και να τον μαζέψω αμέσως εγκαταλείποντας την κρυψώνα μου προδίδοντας τη θέση μου στους πιθανούς μελλοντικους στόχους.
  Εντόπισα το κόκκινο του ματιού του ανάμεσα στα κλαδιά του θάμνου σχεδόν αμέσως. Η μικρή μεγεθυνση της διόπτρας βοηθά πολύ στο κυνήγι. Λίγα μέτρα πιό κάτω υπάρχει ένα άνοιγμα. Θα τον περίμενα να φτάσει εκεί. Τον ακολούθησα με τον σταυρό κολλημένο στη βάση του κεφαλιού του. Έτσι είχα μεγάλο περιθώριο για λάθος στον κάθετο άξονα. Λίγο πιό πάνω κεφάλι, λίγο πιό κάτω λαιμός. Καίρια σημεία και τα δύο. Πήρα το πρώτο στάδιο καθώς ο φασιανός εμφανίστηκε περήφανος στο άνοιγμα. Μόλις ίσιωσε τον λαιμό του πίεσα τη σκανδάλη.
  “Follow Through” μου είχε πει ο αδελφός μου. Εγώ νόμισα ότι εννοούσε να τρέξω να τον κυνηγήσω μετά τη βολή. Πριν την κουβέντα μας στο δάσος... Ήταν μοιραίο να εφαρμόσω και τις δύο ερμηνίες την ίδια μέρα. Έμεινα κολημένος στη διόπτρα και ορκίζομαι πως είδα τα φτερά στη ένωση κεφαλιού-λαιμού να κουνιούνται σαν από ελαφρύ αεράκι. Ακριβώς εκεί που σημάδευα. Το μεγάλο πουλί έπεσε επί τόπου και άρχισε να χτυπάει τα φτερά του στο χώμα. Εφαρμόζοντας τη δική μου άποψη του follow through έτρεξα προς το άνοιγμα. Ξάπλωσα στο μουσκεμένο χώμα και άπλωσα το χέρι του τιραμόλα μέσα από το θάμνο. Άρπαξα το φασιανό από το λαιμό και τον τράβηξα στη δικιά μου μεριά.
  Δεν έχω κάνει ειδικά μαθήματα, ούτε έχω φίλο ινδιάνο. Πάω στοίχημα όμως πως το χορό μου γύρω από το νεκρό πουλί μέσα στη βροχή κραδαίνοντας και φιλώντας το νέο μου όπλο θα τον ζήλευε και ο μεγαλύτερος χορευταράς Απάτσι! Τα είχα καταφέρει! Δε με ένοιαζε αν έδιωξα όλα τα πουλιά του δάσους και έστειλα όλα τα κουνέλια του κόσμου στα τρίσβαθα των λαγουμιών τους. Αυτή ήταν η στιγμή μου! Χόρεψα, φώναξα, χοροπήδηξα, γέλασα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ τη χαρά μου με κάποιον δικό μου. Μάξεψα το σκαμνί, πήρα το φασιανό αγκαλιά και έφυγα τρέχοντας για τον αδελφό μου. Έτσι και αλλιώς είχα καταστρέψει την κάλυψή μου.
  Καθώς πλησίαζα προς τον αδελφό μου άρχισα να κινούμαι προσεκτικά να μην του χαλάσω το καρτέρι. Με κατάλαβε και μου έκανε νόημα να πλησιάσω σιγά από δεξιά. Πήγα δίπλα του όσο σιγά μπορούσα.
- «Καλά που ήρθες. Άκουσα φασαρία. Θα σου κάνανε χαλάστρα.» μου ψιθύρισε χωρίς να πάρει τα μάτια του από το λαγούμι.
- «Εγώ ήμουνα!» του είπα σιγανά και του έδειξα το φασιανό. Πάω στοίχημα πως το χαμόγελό μου φαινόταν πίσω από την πλερέζα.
- «Μπράβο! Το μάτωσες το Sirocco τελικά! Και με τί θήραμα! Και σε ανώτερα!» Είχε χαρεί πραγματικά.
- «Εσύ τι έκανες?» ρώτησα.
- «Είχε κίνηση. Έχω πάρει τρία κουνέλια. Τώρα όμως έκοψαν. Θες να φύγουμε? Έχουμε γίνει λούτσα.»
- «Πάμε» του λέω.
  Σηκώθηκε και πήρε το φασιανό στα χέρια του να τον χαζέψει. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει, αλλά φυσούσε ένα παγωμένο αεράκι. Άφησα το βλέμα μου να περιπλανηθεί από το σημείο που έκανε καρτέρι ο αδελφός μου. Μπροστά του απλωνόταν μια επίπεδη έκταση με βουναλάκια από τις ανασκαφές των κουνελιών. Καμμιά σαρανταριά μέτρα στην ευθεία όλη και όλη. Μετά αρχίζαν βάτα. Άπλωσα το χέρι μου και πίεσα τον ώμο του αδελφού μου. Μέσα στα βάτα είχα δει μιά κίνηση.
- «Κουνέλι» του ψιθυρίζω. «Εκεί στα βάτα.» του έδειξα με το δάχτυλο.
- «Δεν το βλέπω. Είσαι σίγουρος? Ρίξ’του.»
  Και εγώ δεν ήμουν σίγουρος. Ήταν μια αμυδρή κίνηση. Ίσως η ιδέα μου. Η καρδιά μου ήταν πιό σίγουρη. Είχε αρχίσει τα δικά της. Έβγαλα την πλερέζα να με χτυπήσει ο κρύος αέρας στο πρόσωπο. Ενεργοποιείται έτσι ένα αντανακλαστικό που επιβραδύνει τη καρδιά. Σήκωσα το Sirocco και κοίταξα μέσα από τη διόπτρα. Δεν το είδα αμέσως. Έψαξα λίγο με τη διόπτρα και κατάφερα να ξεχωρίσω το κεφάλι του μέσα από τα κλαδιά. Είχε λουφάξει ακίνητο κοντά στο έδαφος και μας κοιτούσε. Εδώ δεν είχα περιθώρια λάθους. Πήρα βαθειά ανάσα και έβαλα το σταυρό ανάμεσα στα αυτιά. Υπολόγιζα την απόσταση λίγο περισσότερο από 40 μέτρα. Έδωσα 2 πόντους για πτώση. Πίεσα τη σκανδάλη σταδιακά. Ο πυροβολισμός τρόμαξε και εμένα τον ίδιο. Δεν κατάφερα να δω σίγουρα αν το χτύπησα. Ο ήχος όμως που ήρθε στα αυτιά μου από τα βάτα με έκανε να χαμογελάσω.
- «Το πήρες?» με ρώτησε.
- «Μάλλον. Πάμε να δούμε.»
- «Εκεί μέσα? Τρελλός είσαι? Να πας και άμα θες βοήθεια φώναξε. Εγώ πάω να μαξέψω τα δικά μου.»
  Χώθηκα μέσα στα βάτα μπουσουλώντας ενώ είχα αρχίσει να αμφιβάλω και εγώ για την ψυχική μου ισορροπία. Έψαξα όσο μπορούσα αλλά μόνο κουνελότρυπες βρήκα. Πάνω που ετοιμαζόμουνα να τα παρατήσω άκουσα γαλλικά από τον αδελφό μου. Ξεχώθηκα από τα βάτα και πήγα να τον βρω. Ήταν γονατισμένος πάνω στο λοφάκι μιας μεγάλης κουνελότρυπας και έσκαβε μανιασμένα το μαλακό χώμα με τα χέρια σα σκύλος μουρμουρίζοντας. Που και που έχωνε το κεφάλι του μέσα. Πάει, τού’στριψε! Ευτυχώς έχω μάθει πως να χειρίζομαι τέτοια άτομα.
- «Τί έγινε?» ρώτησα ήρεμα, καθησυχαστικά.
- «Το καπάκι!» μου πέταξε σκάβοντας. Είχε λαχανιάσει.
- «Σου έφυγε το καπάκι?» ρώτησα.
- «Άσε την πλάκα! Το καπάκι από το θερμός! Μου έπεσε στην τρύπα! Έπινα καφέ εδώ πάνω και σε παρακολουθούσα, όταν μου έπεσε από τα χέρια και κύλισε μέσα. Έχουν παγώσει τα χέρια μου, φόραγα και τα γάντια... Για δες αν το φτάνεις εσύ.»
  Έτσι εξηγείται! Το θερμός ήταν δώρο της Ναντίν. Χωρίς καθυστέρηση έπεσα στα τέσσερα και έχωσα το χέρι μου στην τρύπα. Τίποτα. Μόνο μια διακλάδωση και κατηφόρα. Το χώμα όμως ήταν μαλακο, αμμώδες.
- «Δεν πιάνω τίποτα. Δεν πάμε σπίτι να φέρουμε κάτι να σκάψουμε? Φαίνεται μαλακό.»
- «Πάμε. Να φέρουμε και τον Όσκαρ για βόλτα.»
  Πήραμε μόνο τα όπλα μαζί μας. Τα υπόλοιπα τα αφήσαμε στην αποθήκη. Πήγαμε σπίτι και γυρίσαμε με τον Όσκαρ, εργαλεία για την εκσκαφή και ένα φακό. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα ανοίγαμε την τρύπα να χωθώ μέσα με το κεφάλι ενώ ο αδελφός μου θα μου κρατούσε τα πόδια. Μόλις έπιανα το καπάκι θα με τραβούσε έξω.  Πιάσαμε δουλειά ενώ ο Όσκαρ έτρεχε τριγύρω. Είχαμε καταφέρει να ανοίξουμε την τρύπα αρκετά και ετοιμαζόμουνα να χωθώ όταν ακούσαμε τον Όσκαρ να γαυγίζει μέσα στα βάτα.
- «Τί έπαθε ο Όσκαρ?» ρώτησα τον αδελφό μου.
- «Κάτι βρήκε. Πάμε να δούμε.»
  Πλησιάσαμε και τον είδαμε να έχει στο στόμα του ένα κουνέλι και να το τινάζει. Θα το βρήκε μέσα στην κουνελότρυπα που χώθηκε πριν πεθάνει.
- «Στο είπα ότι το χτύπησα!» είπα. «Εδώ Όσκαρ! Φέρ’το εδώ!»
- «Δε θα μας το δώσει. Πρέπει να του το πάρουμε.»
  Τον κυνηγήσαμε, τον παρακαλέσαμε, τίποτα. Τελικά τον δελεάσαμε με σοκολάτα και του το πήραμε! Το πρώτο μου κουνέλι με το Sirocco ήταν στα χέρια μου σαλιωμένο και μασουλημένο από τον άσπονδο φίλο μου που καταβρόχθιζε το τελευταίο κομμάτι Galaxy. Τουλάχιστον θα έβλεπα που το χτύπησα. Κοίταξα ανάμεσα στα μάτια και είδα την πύλη εισόδου λίγο πάνω από το αριστερό μάτι. Μου είχε φύγει λίγο δεξιά. Όχι άσχημα για βολή στα 40 μέτρα όρθιος! Το βάλαμε πάνω σε ένα δέντρο να μην το πάρει ξανά. Θα το έτρωγε αλλά αργότερα.
  Χώθηκα με το φακό και ένα φτυαράκι μέσα στην τρύπα. Είδα το καπάκι ένα μέτρο δεξιά. Είπα στον αδελφό μου να με τραβήξει έξω και ξαναχώθηκα μέσα με ένα κλαδάκι. Έπιασα το καπάκι και με τράβηξε έξω. Όλα καλά!
  Ήμουνα άυπνος, βρεγμένος, παγωμένος, μέσα στο χώμα. Είχα κοντά μου τον αδελφό μου που χαμογελούσε, τον άσπονδο φίλο μου που με έβλεπε σαν παιχνίδι, μερικά νεκρά ζώα και ένα όπλο. Ποιός να είναι ο ορισμός της ευτυχίας? Εγώ ήμουν πάντως ευτυχισμένος! Εκείνο το παγωμένο πρωινό μπροστά στην ξεχειλωμένη κουνελότρυπα το ένιωσα. Είμαι σίγουρος. Από τότε έχουν ακολουηθήσει πολλά κυνήγια. Τα πενήντα στρέματα γίναν χιλιάδες. Τα όπλα γίναν πιό δυνατά, τα ζώα μεγάλωσαν και απέκτησαν κέρατα ή μεγάλα δόντια. Αλλά, αν με ρωτήσετε, εγώ θέλω να κάτσω πάλι σε κείνο το παγωμένο σκαμνί παρέα με το γυαλιστερό Sirocco και να σκουπίζω τη βροχή, έστω και χωρίς νόημα. Δε γίνεται όμως, από ότι έμαθα ο Ρίτσαρντ το πούλησε.

Συνεχιζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου